“Ειδικά, από το 2013 και μετά”, όπως διαπιστώνουν, “τα εργατικά ατυχήματα στη χώρα μας καταγράφουν αύξηση, γεγονός που συνδέεται χρονικά με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αλλά και τη μείωση των κονδυλίων για τη λήψη μέτρων ασφάλειας από πλευράς των επιχειρήσεων, σε μία προσπάθεια περιστολής του λειτουργικού κόστους τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το πρόσφατο εργατικό ατύχημα σε εταιρεία υγραερίου στον Ασπρόπυργο, που είχε σαν αποτέλεσμα τον τραυματισμό τριών εργαζομένων.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που παρουσιάζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Επιθεωρητών Εργασίας (Π.Ο.Σ.ΕΠ.Ε.) Κλεάνθης Χατζηνικολαΐδης, τα οποία περιλαμβάνουν συγκεκριμένους αριθμούς για τα εργατικά ατυχήματα που συνέβησαν, κυρίως, από το 2010 μέχρι σήμερα, αναδεικνύοντας, παράλληλα, τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα-κλάδους, αλλά και τους συνήθεις τραυματισμούς.“Aν θεωρήσουμε ότι το 2010 είναι η χρονιά αφετηρίας με την υπαγωγή μας στο μνημόνιο, τα εργατικά ατυχήματα που δηλώθηκαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), ήταν 5.721. Το 2016, ο αντίστοιχος αριθμός εργατικών ατυχημάτων ανήλθε στα 6.500” σημειώνει ο κ. Χατζηνικολαΐδης. “Αυτό που έχει ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι, από το 2013 και μετά, έχουμε μία σταθερή αύξηση των εργατικών ατυχημάτων για κάθε έτος γύρω στο 10%. Ενώ στα έτη 2011 και 2012 παρατηρήθηκε μείωση των δηλωθέντων εργατικών ατυχημάτων, από το 2013 και μετά, παρατηρείται αύξηση” παρατηρεί ο κ. Χατζηνικολαΐδης.
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι πως γίνεται τα έτη 2011 και 2012 να έχουμε μείωση των εργατικών ατυχημάτων και μετά να εμφανίζεται κάθε χρόνο η αύξηση του 10%.
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηνικολαΐδη, η εξήγηση είναι απλή και επικεντρώνεται κυρίως σε δύο αιτίες: “Η πρώτη αιτία σχετίζεται με το γεγονός ότι, μέχρι το 2008 έστω και το 2009, οι επιχειρήσεις, στο πλαίσιο των επενδύσεών τους για εκσυγχρονισμό, επένδυαν σε νέο εξοπλισμό, που πληρούσε και τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές περί μέτρων ασφάλειας της εργασίας και, γενικώς, συντηρούσαν με μεγαλύτερη επιμέλεια το όποιο σύστημα ασφάλειας της εργασίας εφάρμοζαν. Η δεύτερη αιτία σχετίζεται με τη μείωση της οικοδομής. Είχε και αυτή τη συμμετοχή της στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων και, κυρίως, αυτών που αφορά τις πτώσεις από ύψος. Με βάση τα παραπάνω, αυτή η θετική επίπτωση αποτυπώθηκε και στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων.
Από το 2010 και μετά, η μείωση σε επενδύσεις και εκσυγχρονισμό είχε ως επίπτωση, μεταξύ άλλων και στην αύξηση των εργατικών ατυχημάτων και, ειδικότερα, τα έτη 2013 έως και 2016, παρόλο που είχαμε κατακόρυφη πτώση της οικοδομής και μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 30% περίπου, άρα και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Γενικά, έχουμε παρατηρήσει ότι, με το ξεκίνημα της κρίσης, από τα πρώτα έξοδα που περιόρισαν οι επιχειρήσεις, ήταν αυτά που αφορούσαν τη λήψη μέτρων ασφάλειας της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των επενδύσεων σε νέο εξοπλισμό εργασίας”.
Ανάλογη πορεία, όπως επισημαίνει, ακολουθούν και τα θανατηφόρα ατυχήματα. Συγκεκριμένα, “το 2013, τα θανατηφόρα ατυχήματα ήταν 65, το 2014: 63, το 2015: 67 και το 2016: 73. Μία αύξηση 10% περίπου κάθε χρόνο, αν εξαιρέσουμε μία ανεπαίσθητη πτώση το 2014” προσθέτει.
Υπογραμμίζει δε ότι τα αίτια των θανατηφόρων ατυχημάτων, ως έναν βαθμό, διαφοροποιούνται από τα αίτια των δηλωθέντων ατυχημάτων και οι τρεις κυριότερες αιτίες είναι πτώση από ύψος, ηλεκτρικό ρεύμα και παθολογικά αίτια.
“Σήμερα, που μιλάμε, ήδη, για το πρώτο τρίμηνο του 2017, παρατηρείται μία αύξηση 15%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016 στα δηλωθέντα εργατικά ατυχήματα. Ειδικότερα, το 2016, είχαμε, στο πρώτο τρίμηνο, 1.421 δηλωθέντα εργατικά ατυχήματα σε όλη τη χώρα, ενώ, για το 2017, ανήλθαν στα 1.608. Βλέποντας την εξέλιξη των εργατικών ατυχημάτων, εκτίμησή μου είναι ότι, για το 2017, θα ξεπεράσουμε τα 7.000 δηλωθέντα ατυχήματα. Είναι μεγάλος ο αριθμός αυτός” σχολιάζει.
Κάνοντας μία αξιολόγηση των δεδομένων, ο κ. Χατζηνικολαΐδης σημειώνει πως είναι αυτονόητο ότι οι επιχειρήσεις, μειώνοντας τα κόστη τους, μειώνουν και τα κόστη των μέτρων ασφάλειας της εργασίας. “Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται έντονα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στη χώρα μας. Ένα φαινόμενο όπου το βλέπουμε καθημερινά στις επιθεωρήσεις μας, αλλά προκύπτει και από τη μείωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων, που ανέρχεται στο 6% περίπου, την περίοδο 2009-2016, σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί” συμπληρώνει.
Τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα-κλάδοι και οι συνήθεις τραυματισμοί
Με βάση τα στοιχεία που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χατζηνικολαΐδης, προκύπτει ότι, “από το 2009 έως και σήμερα, τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα παρατηρούνται στο χώρο του λιανικού εμπορίου με σταθερά ποσοστά (20% το 2009 και 21% το 2016) στις κατασκευές, όπου το ποσοστό είναι μειούμενο, λόγω μείωσης της οικοδομής (από 15% το 2009 στο 7,6% το 2016) στη δημόσια διοίκηση, κυρίως, δήμους (από 3% το 2009 στο 5,7% το 2016), στα νοσοκομεία (από 3,5% το 2009 και 5,4% το 2016) και, τέλος, στους χώρους αποθήκευσης, στη βιομηχανία τροφίμων και στα ξενοδοχεία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται σταθερά, από το 2009 έως το 2016, περίπου στο 5,5%.
Η Αττική είναι η περιοχή όπου έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα στην Ελλάδα. Το 30% περίπου των εργατικών ατυχημάτων έχουν γίνει σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους που δραστηριοποιούνται στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ένας σημαντικός δείκτης είναι αυτός που αφορά τα αίτια των εργατικών ατυχημάτων. Το 23% των εργατικών ατυχημάτων οφείλεται σε πτώση (από ύψος ή και στο ίδιο επίπεδο). Το ποσοστό παραμένει σταθερό από το 2009 και επηρεάζεται, κυρίως, από τις πτώσεις στο ίδιο επίπεδο που αφορά χώρους εστίασης, αποθηκευτικούς χώρους, ξενοδοχεία και λιανικό εμπόριο. Το 18% των εργατικών ατυχημάτων οφείλεται σε απώλεια ελέγχου μηχανήματος (μηχανήματα έργου–εξοπλισμοί εργασίας, κλπ). Το αντίστοιχο ποσοστό, το 2009, ήταν 14%”.
Απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση της στόχευσης των ελέγχων
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηνικολαΐδη, οι επιθεωρήσεις είναι στοχευμένες ως έναν βαθμό. “Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι η περαιτέρω εξειδίκευση της στόχευσης, όπου θα αποκαλυφθούν επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται στη γκρίζα ζώνη των επιθεωρήσεων” τονίζει ο ίδιος, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν έχουν επιθεωρηθεί ποτέ για θέματα ασφάλειας και υγείας της εργασίας, λόγω “του μη επικαιροποιημένου μητρώου των επιχειρήσεων, άρα, δεν γνωρίζαμε την ύπαρξή τους, της έλλειψης επαρκών μέσων για τις μετακινήσεις μας και της έλλειψης, μέχρι πρόσφατα, ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, μέσω παραμετροποιημένων διαδικασιών, να καταρτίσουμε το λεγόμενο risk analysis και να εξειδικεύσουμε περαιτέρω τη στόχευσή μας στις επιθεωρήσεις των επιχειρήσεων”.
Επομένως, όπως εξηγεί, αυτό που χρειάζεται είναι:
“- Να τεθεί σε πλήρη λειτουργία το ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα, ώστε να έχουμε πλήρη εικόνα.
– Να αποκτήσει το ΣΕΠΕ οικονομική αυτοτέλεια, ώστε να είναι έγκαιρος ο ετήσιος προγραμματισμός.
– Να συνδεθεί η εθνική στρατηγική της χώρας για την ασφάλεια της εργασίας, που, τώρα, καταρτίζεται με τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ΣΕΠΕ.
– Να δοθεί στο ΣΕΠΕ ο ζωτικός χώρος με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπου θα είναι δυνατόν και να βάζουμε στόχους απόλυτα μετρήσιμους και να τους επιτυγχάνουμε.
– Να αξιοποιηθούν πλήρως οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας με την απεμπλοκή τους από το σύνολο των διοικητικών εργασιών, οι οποίες, σύμφωνα με μελέτη που υπάρχει στο ΣΕΠΕ, απορροφούν το 60% της δραστηριότητάς τους, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει με τη στελέχωση των Επιθεωρήσεων με 70 διοικητικούς υπαλλήλους σε όλη τη χώρα, μέσω μετατάξεων και μετακινήσεων και να επικεντρωθούν στο έργο τους που είναι η Επιθεώρηση”.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι, “για τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στο ΣΕΠΕ, στο πλαίσιο ενός γόνιμου διαλόγου που έχει αναπτυχθεί με τη σημερινή πολιτική ηγεσία τόσο του υπουργείου όσο και του ΣΕΠΕ, έχουμε ως Ομοσπονδία Επιθεωρητών καταθέσει συγκεκριμένο οδικό χάρτη που αφορά τόσο τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν όσο και σε ποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, έχοντας λάβει υπόψη τις αξιολογήσεις που έχουν κάνει τα τελευταία δέκα χρόνια του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO), η Επιτροπή Ανωτέρων Επιθεωρητών της Ε.Ε. (SLIC), καθώς και τη διεθνή πρακτική και οι οποίες αφορούν:
Την αναβάθμιση του ΣΕΠΕ από Ειδική Γραμματεία σε Γενική Γραμματεία
Την πιστοποίηση των δομών μας
Την πιστοποίηση και τη συνεχή εκπαίδευση των Επιθεωρητών
Την έκδοση καθηκοντολογίου
Την έκδοση εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας
Την επίλυση των προβλημάτων της υλικοτεχνικής υποδομής”.
“Το σημερινό μοντέλο της Επιθεώρησης στη χώρα μας συναντάται στο εξωτερικό μόνο στην Ουκρανία. Και αυτό πιστεύω ότι λέει πολλά” αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στις δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Χατζηνικολαΐδης σχολιάζει ότι η χώρα μας- πιθανόν, όπως λέει, να είμαστε και η μοναδική χώρα της Ε.Ε., δεν γνωρίζει ποιο είναι το κόστος των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών (συνολικό κόστος, κόστος για τις επιχειρήσεις, κόστος για τα ασφαλιστικά ταμεία), αλλά ούτε και την εξειδίκευση του παραπάνω κόστους ανά κλάδο επιχειρήσεων και ανά αιτία εργατικών ατυχημάτων.
“Επιπρόσθετα, επειδή τα ατυχήματα συνδέονται άμεσα με την πρόληψη, δεν γίνεται να μιλάμε για μείωση, όταν, σήμερα, οι υπηρεσίες του ΣΕΠΕ βρίσκονται σε δυσχερή θέση να υλοποιήσουν το έργο τους, εξαιτίας της πολύμηνης αδυναμίας τους να προβούν στις αναλήψεις των ποσών που έχουν πιστωθεί στους λογαριασμούς τους, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους, πρόβλημα που προέκυψε, εξαιτίας νομοθετικής διάταξης (Ν. 4412/2016, άρθρο 6, παρ. 2) που εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 2016 και αφορά τις προμήθειες του Δημοσίου” διευκρινίζει ο ίδιος, σημειώνοντας ότι τα αποτελέσματα αυτής της αδυναμίας έχουν γίνει ήδη ορατά από το πρώτο δίμηνο του 2017, όταν η μία υπηρεσία μετά την άλλη άρχισε να ξεμένει από καύσιμα, υπηρεσίες καθαριότητας και, γενικά, από τον απαιτούμενο υλικοτεχνικό εξοπλισμό.
Ενδεικτικό της υφιστάμενης κατάστασης, όπως εξηγεί, είναι η δραματική μείωση των διενεργούμενων ελέγχων, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, σε ποσοστό 27%, σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους, μία μείωση η οποία, με την πάροδο των μηνών, αυξάνεται ραγδαία.
Κλείνοντας, επισημαίνει ότι η νομοθεσία στη χώρα μας, ειδικά, στα μέτρα ασφάλειας της εργασίας είναι κοινή με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, σε εφαρμογή σχετικών κοινοτικών οδηγιών. “Αυτό που απαιτείται είναι η εξειδίκευση αυτής της νομοθεσίας, ειδικά, για τα αίτια των ατυχημάτων που εμφανίζονται με μεγάλα ποσοστά. Και αυτό μπορεί να γίνει με τη θέσπιση συγκεκριμένων και αυστηρών προδιαγραφών. Είναι ένα θέμα που θα το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας” τονίζει ο κ. Χατζηνικολαΐδης.