Τεχνολογία

Uber: Ανακοίνωσε την απόλυση του επικεφαλής του τμήματος αυτόνομων οχημάτων

Παρελθόν αποτελεί από την Τρίτη ο Άντονι Λεβαντόφσκι, καθώς δεν συμμορφώθηκε σε εντολή δικαστηρίου να παραδώσει έγγραφα που βρίσκονται στο επίκεντρο δικαστικής διαμάχης μεταξύ της Uber και της Waymo (θυγατρική της Alphabet).

Σύμφωνα με το Reuters, η Uber ήλπιζε πως ο Λεβαντόφσκι, ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους ειδικούς στον τομέα των αυτόνομων οχημάτων στη Σίλικον Βάλεϊ, θα τη βοηθούσε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στον χώρο απέναντι σε ανταγωνιστές όπως η Waymo, στην κούρσα για τη σχετική τεχνολογία. Αντ’αυτού, η πρόσληψή του οδήγησε σε δικαστική αντιπαράθεση. Η εταιρεία τον είχε πρώτα αντικαταστήσει στη θέση του επικεφαλής του τμήματος πριν αποφασίσει να τον απολύσει.

Ο Λεβαντόφσκι είχε προηγουμένως εργαστεί για τη Waymo, που έχει ως αντικείμενο ακριβώς τον τομέα της τεχνολογίας αυτόνομων οχημάτων. Η εταιρεία υποστηρίζει πως αποχωρώντας έκλεψε μυστικά της, κατεβάζοντας 14.000 έγγραφα πριν φύγει. Αν και δεν είναι ο κατηγορούμενος στην υπόθεση, οι πράξεις του βρίσκονται στην καρδιά της κόντρας αυτής. Παρά τη δικαστική εντολή να παραδώσει τα έγγραφα, ο ίδιος είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί, επικαλούμενος το δικαίωμά του να μην δώσει ενοχοποιητικά στοιχεία για τον εαυτό του.

Η Waymo ισχυρίζεται πως τα μυστικά της χρησιμοποιήθηκαν από την Uber στην τεχνολογία Lidar της, που επιτρέπει σε αυτόνομα οχήματα να «βλέπουν» τον δρόμο- κάτι που η Uber αρνείται ότι ισχύει.

Ο Λεβαντόφσκι ήταν ένα από τα στελέχη του προγράμματος αυτόνομων οχημάτων της Google που έφυγαν και ίδρυσαν την startup αυτόνομων φορτηγών Otto το 2016. Την Otto εξαγόρασε η Uber αντί 680 εκατ. δολαρίων τον Αύγουστο του 2016, και ο Λεβαντόφσκι ανέλαβε τα ηνία του σχετικού προγράμματός της, λαμβάνοντας 250 εκατ. σε μετοχές στο πλαίσιο της συμφωνίας, σύμφωνα με τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο.

Όπως αναφέρει ο Guardian, ο Λεβαντόφσκι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ποινική δίωξη για την υπόθεση. Παραβάσεις το ομοσπονδιακού νόμου περί εμπορικών μυστικών μπορούν να επιφέρουν ποινές φυλάκισης μέχρι και 10 ετών.