Στις 31 Μαΐου του 1981 ο ΠΑΟΚ υποδεχόταν τον Ολυμπιακό σε ένα αδιάφορο -βαθμολογικά- ματς για το πρωτάθλημα, λίγες ημέρες πριν τον τελικό Κυπέλλου που θα γινόταν στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Η επέκταση του αήττητου σερί του Δικέφαλου του Βορρά απέναντι στους «ερυθρόλευκους» μετά τη νίκη με 1-0 δεν είχε καμία σημασία για την οικογένεια του ΠΑΟΚ, καθώς κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου, ο Λόραντ σωριάστηκε στο έδαφος χάνοντας τις αισθήσεις του.
Συγκεκριμένα, ήταν το 17ο λεπτό του ντέρμπι, όταν ο καπετάνιος του ΠΑΟΚ προσπάθησε να πει κάτι στους συνεργάτες του και δευτερόλεπτα μετά έπεσε στο έδαφος, έχοντας υποστεί έμφραγμα όπως επιβεβαιώθηκε αργότερα. Ο γιατρός των «ασπρόμαυρων», Παναγιώτης Γιγής, προσπάθησε να τον επαναφέρει, χωρίς όμως αποτέλεσμα, κι αφού πρώτα μεταφέρθηκε στα αποδυτήρια της Τούμπας, οκτώ λεπτά αργότερα τον παρέλαβε ασθενοφόρο του ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, με τον θάνατό του να επιβεβαιώνεται στο νοσοκομείο…
Την ίδια ώρα, στην Τούμπα, το παιχνίδι συνεχιζόταν κανονικά, με τους παίκτες του ΠΑΟΚ να κοιτάζουν προς τον πάγκο και να μην βλέπουν τον προπονητή τους, έχοντας καταλάβει πως κάτι άσχημο συμβαίνει. Οι άνθρωποι της ομάδας δεν τους είπαν την αλήθεια στο ημίχρονο, αναφέροντάς τους απλά ότι ο Λόραντ ένιωσε αδιαθεσία και πήγε στο νοσοκομείο.
Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε ότι ο Λόραντ είχε υποστεί άλλα δύο εμφράγματα, το πρώτο έξι μήνες νωρίτερα, και το δεύτερο μία μόλις εβδομάδα πριν τον θάνατό του, ενδεικτικό της μαχητικής ψυχής που είχε ο πολύπειρος τεχνικός.
Την αλήθεια, οι παίκτες του ΠΑΟΚ, την έμαθαν μετά το τέλος του αγώνα, κι αφού είχαν σκοράρει στο δεύτερο ημίχρονο με τον Βασίλη Βασιλάκο και κέρδισαν με 1-0 τον Ολυμπιακό, μένοντας στα αποδυτήρια για πολύ ώρα συγκλονισμένοι.
Η τραγική ειρωνεία του θανάτου του Λόραντ, είναι το γεγονός πως είχε πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του στον «ασπρόμαυρο» πάγκο απέναντι στον Ολυμπιακό, στην πρώτη του θητεία τον Δεκέμβριο του 1974. Έτσι λοιπόν, οι «ερυθρόλευκοι» έμελλε να είναι ο πρώτος και ο τελευταίος αντίπαλος του Μαγυάρου τεχνικού στον πάγκο του ΠΑΟΚ.
Ο «Μεγαλέξανδρος» του ΠΑΟΚ, Γιώργος Κούδας, βρήκε το κουράγιο μετά το τέλος του παιχνιδιού και με δηλώσεις του στην κάμερα της ΕΡΤ περιέγραψε τα συναισθήματά του για το θάνατο του προπονητή του: «Δύσκολες, πάρα πολύ δύσκολες που πέρασε ο ΠΑΟΚ, χάνοντας έναν άνθρωπο μέσα σε έναν αγώνα, δηλαδή μέσα στη μάχη. Κατάλαβα από μία φάση ότι ήταν πεσμένος ο προπονητής και του ‘δίναν τις πρώτες βοήθειες. Δεν είδα να συνέρχεται κατά κάποιο τρόπο, να ξανασηκώνεται, και νομίζω ότι ήταν πλέον νεκρός.
Από ‘κείνη πιστεύω ότι μου κόπηκαν τα πόδια. Ήταν ένας άνθρωπος οπωσδήποτε μπορώ να πω από τους δουλευταράδες. Είχε παίξει μεγάλο ποδόσφαιρο μεσ’ τη μεγάλη Ουγγαρία. Είχε τις ιδιοτροπίες του, αλλά εκείνο που μετράει σήμερα είναι ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν παθιασμένος για το ποδόσφαιρο κι έδινε αυτό που ήξερε κι αυτό που μπορούσε. Να τον αποχαιρετήσω δεν μπορώ, αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι ο δικός μου, τουλάχιστον, προσωπικός αποχαιρετισμός θα είναι αν η ομάδα μας πάρει το Κύπελλο».
Η είδηση του θανάτου του Λόραντ «κόστισε» τη ζωή και δύο ακόμη ανθρώπων. Του καλού του φίλου και τραγουδιστή, Χρήστου Σύρπου, ο οποίος βρισκόταν στην ανάρρωση από το δεύτερο εγκεφαλικό που του είχε αφήσει αναπηρία στην αριστερή πλευρά. Ο Χρηστάκης, όπως τον αποκαλούσαν, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του αγαπημένου του φίλου, έπαθε το τρίτο εγκεφαλικό, το οποίο ήταν και το μοιραίο…
Ο δεύτερος, ήταν ο 26χρονος οπαδός του ΠΑΟΚ, Μιχάλης Μπορέτος, ο οποίος μόλις έμαθε για τον θάνατο του Λόραντ, έπεσε στον φωταγωγό της πολυκατοικίας του κι έχασε τη ζωή του!
Ο Γκιούλα Λόραντ έκατσε στον πάγκο του Δικέφαλου του Βορρά σε 89 παιχνίδια και είναι τρίτος στη σχετική λίστα, πίσω από τον Λες Σάνον και τον Άγγελο Αναστασιάδη. Ο Ούγγρος τεχνικός οδήγησε τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1976, πριν αποχωρήσει για τον πάγκο της Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Έναν χρόνο αργότερα ο Λόραντ μετακόμισε στην Μπάγερν Μονάχου για δύο σεζόν, ύστερα πήγε στη Σάλκε, και το καλοκαίρι του 1980 επέστρεψε στον αγαπημένο του ΠΑΟΚ, ο οποίος αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό της καριέρας του, δυστυχώς και της ζωής του…
Σύμφωνα με όσους πρόλαβαν να ζήσουν τον ΠΑΟΚ του Γκιούλα Λοράντ, είχαν να λένε για έναν προπονητή που επέβαλε σε άμεσο χρόνο την στρατιωτική πειθαρχία εντός αποδυτηρίων, στοιχείο στο οποίο η αλήθεια είναι ότι τότε δεν δινόταν και τόση σημασία.
Ο Ούγγρος τεχνικός έζησε στη «χρυσή» εποχή του ποδοσφαίρου της χώρας του, παίζοντας στην εθνική ομάδα ως βασικός δίπλα σε Πούσκας, Μπότσικ, Τσίμπορ, Κότσιτς, Χιντεγκούτι κλπ. ενώ το 1949 θέλησε να «αποδράσει» από την Ουγγαρία λόγω του σταλινιστικού καθεστώτος που επικρατούσε, όπως ακριβώς έκανε ο Λάζλο Κουμπάλα.
Τελικά, συνελήφθη και κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως για 14 μήνες. Αυτό που τον έσωσε ήταν το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο, αφού αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954.
Πηγή: sdna.gr