Στο τραπέζι του Eurogroup τίθεται σήμερα και επίσημα το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά το τέλος του προγράμματος. Σε συνέχεια της νομοθέτησης των σημαντικότερων προαπαιτούμενων από την ελληνική κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα, προσδοκία όλων των πλευρών, πλέον, είναι να επιτευχθεί σήμερα μία συνολική, πολιτική συμφωνία.
Ειδικότερα, η εν λόγω συμφωνία θα πρέπει να αποτελείται: πρώτον, από την επικύρωση του προσχεδίου της έκθεσης των θεσμών για τα ψηφισθέντα μέτρα, δεύτερον, από τον καθορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα πρέπει να επιτύχει η Ελλάδα μετά το 2018 και τρίτον, από τη συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, προκειμένου να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ και να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα στήριξης για τον τελευταίο χρόνο εφαρμογής του.
Σημειώνεται ότι πριν τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών, θα προηγηθεί μια έκτακτη συνεδρίαση του EuroWorking Group. Εκεί, θα κατατεθεί προς επικύρωση η έκθεση των θεσμών για την εφαρμογή των προαπαιτούμενων και θα γίνει μια τελική προετοιμασία σε τεχνικό επίπεδο σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν το χρέος.
Το σενάριο της επιμήκυνσης
Οι κυβερνητικοί επικεφαλής δείχνουν αισιοδοξία μολονότι τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης χθες μετέφεραν τον αρνητισμό της πλευράς Σόιμπλε.
Αρμόδιος παράγοντας της κυβέρνησης τονίζει ότι το επιδιωκόμενο για την ελληνική πλευρά, είναι να εξειδικευτούν τα μέτρα και να συμφωνηθεί όσο γίνεται πιο μεγάλη «περίοδος χάριτος», δηλαδή επιμήκυνση με πληρωμή μόνο τόκων.
Σ΄ αυτό το σημείο άλλωστε βρίσκεται και η διαφορά ΔΝΤ-Σόιμπλε, καθώς ο δεύτερος εμμένει σε «μονοψήφιο αριθμό» όσον αφορά στην χρονική διάρκεια της επιμήκυνσης, έναντι της πρότασης της κυρία Λαγκάρντ – με την οποία συμφωνεί και η Αθήνα.
Η Γερμανική στάση
Ευρωπαϊκές πηγές αναφέρουν ότι η Γερμανία προσέρχεται στο αυριανό eurogroup με σκοπό να επιδιώξει την εγγύηση της ελληνικής πλευράς για νέες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε η ελληνική οικονομία να είναι σε θέση να αναπτύσσεται μεσομακροπρόθεσμα με ρυθμούς κοντά στο 3%.
Αναφορικά με το χρέος, η επιλογή του κουρέματος φαίνεται να έχει φύγει οριστικά από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ το «πάγωμα» των επιτοκίων, που επίσης έχει ζητήσει το ΔΝΤ, έχει απορριφθεί τόσο από τη Γερμανία όσο κι από τους υπόλοιπους Βόρειο-ευρωπαίους, καθώς φέρνει επιβαρύνσεις στους φορολογούμενους τους.
Ουσιαστικά, οι επιλογές που απομένουν είναι η επιμήκυνση και μια νέα παράταση της περιόδου χάριτος. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η τριβή, καθώς η κάθε μια πλευρά- δηλαδή το ΔΝΤ και το Βερολίνο- προσέρχονται με τελείως διαφορετικές παραδοχές στις συζητήσεις.
Το γερμανικό ΥΠΟΙΚ θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει κάνει πολλά αλλά μπορεί και πρέπει να κάνει ακόμα περισσότερα, με ακόμα πιο βαθιές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στην αγορά εργασίας και στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων. Αντιθέτως, το Ταμείο επιμένει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί ξαφνικά να γίνει πρωταθλήτρια από ουραγός στις μεταρρυθμίσεις κι ως εκ τούτου οι παραδοχές για το ΑΕΠ θα πρέπει να είναι πολύ πιο συντηρητικές, με αποτέλεσμα να απαιτείται ταυτοχρόνως μια χείρα βοηθείας από τους Ευρωπαίους στο πεδίο του χρέους.
Η αισιοδοξία του έλληνα υπουργού Οικονομικών
Ο υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος, με δηλώσεις του στο ΑΠΕ εμφανίζεται αισιόδοξος ότι από αύριο κιόλας, στη σύνοδο του Eurogroup, μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για μία καλή και οριστική λύση στο χρέος, ώστε στη συνέχεια να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) και να επιχειρηθεί η έξοδος στις αγορές.
Δύο 24ωρα μετά από την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, ο κ.Τσακαλώτος επισημαίνει πως η χώρα ανταποκρίθηκε πλήρως και εγκαίρως στις υποχρεώσεις της, οπότε οι αποφάσεις πλέον είναι στα χέρια των θεσμών και δεν υπάρχει άλλοθι για άλλη καθυστέρηση στο θέμα της ρύθμισης του χρέους.
Αναφερόμενος, δε, στο σκεπτικό με το οποίο πραγματοποιήθηκαν τόσο οι έως τώρα διαπραγματεύσεις, όσο και η διεκδίκηση για τη συνολική συμφωνία για το χρέος, ο υπουργός τονίζει πως αυτό εστιάζεται στην έξοδο της χώρας από την επιτροπεία, στη δημιουργία ισχυρού κοινωνικού κράτους και στην ένταξη της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης, στην οποία, όμως, αυτήν τη φορά ο κόσμος της εργασίας θα είναι συμμέτοχος.