Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, το κεντρικό μήνυμα της μελέτης τους είναι ότι η καθιστική ζωή έχει σοβαρές και εμφανείς επιπτώσεις ακόμη και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Προκειμένου να εξετάσουν πώς μπορεί να επηρεάσει την υγεία ένα 15ήμερο διάλειμμα από τη σωματική άσκηση, οι ερευνητές μελέτησαν 28 υγιείς νέους με μέση ηλικία τα 25 έτη. Οι συμμετέχοντες δεν γυμνάζονταν συστηματικά, όμως έπιαναν καθημερινά τον στόχο των 10.000 βημάτων. Ο μέσος δείκτης μάζας σώματος των συμμετεχόντων ήταν 25, δηλαδή στο όριο μεταξύ φυσιολογικού και υπερβολικού βάρους.
Στην αρχή της μελέτης μετρήθηκε η λιπώδης και η μυϊκή μάζα των συμμετεχόντων, η λειτουργία των μιτοχονδρίων τους (δείκτης για την αξιοποίηση της διαθέσιμης ενέργειας στο σώμα και την ταχύτητα ανάρρωσης από τη γυμναστική), καθώς και τη φυσική τους κατάσταση. Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να φορέσουν μια συσκευή καταγραφής της σωματικής τους δραστηριότητας (activity tracker) για δύο εβδομάδες και να μειώσουν τα βήματά τους κατά περισσότερο από 80%, συγκεκριμένα να κάνουν περίπου 1.500 ημερησίως. Οι συμμετέχοντες δεν έπρεπε να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Στο διάστημα των δύο εβδομάδων, η σωματική δραστηριότητα των συμμετεχόντων μειώθηκε κατά 125 λεπτά την ημέρα κατά μέσο όρο –από 161 σε μόλις 36– ενώ ο χρόνος που περνούσαν καθιστοί αυξήθηκε κατά 129 λεπτά.
Όπως ήταν φυσικό, ο δεύτερος κύκλος μετρήσεων μετά το πέρας των δύο εβδομάδων υπέδειξε αύξηση του σωματικού βάρους και απώλεια μυϊκής μάζας. Το συνολικό απόθεμα λίπους στο σώμα των συμμετεχόντων επίσης αυξήθηκε, ιδίως γύρω από την κοιλιά. Ένα εύρημα όμως που εξέπληξε τους ερευνητές ήταν ότι μετά τις δύο εβδομάδες οι συμμετέχοντες δεν μπορούσαν να τρέξουν για την ίδια ώρα ή στην ίδια ένταση όπως πριν το ξεκίνημα της μελέτης. Παρουσίασαν ακόμη αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη, αυξημένη συσσώρευση λίπους στο συκώτι και αύξηση στα τριγλυκερίδιά τους.
«Πιστεύαμε ότι θα δούμε ανεπαίσθητες μεταβολές» σχολιάζει ο Δρ Νταν Κάθμπερτσον από το Ινστιτούτο Γήρανσης και Χρόνιων Νοσημάτων του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ «είναι όμως αρκετά απροσδόκητο να βλέπεις κάθε δείκτη που μετράς να επιδεινώνεται σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένων σημαντικότατων παραγόντων κινδύνου για την καρδιοπάθεια και τον διαβήτη τύπου 2».
Η σημασία των αποτελεσμάτων της μελέτης ενισχύεται μάλιστα από το νεαρό της ηλικίας και την καλή υγεία των συμμετεχόντων, συμπληρώνει η Κέλι Μπάουντεν-Ντέιβις. «Αν κινδυνεύουν ακόμη και αυτά τα άτομα, σκεφτείτε τι σημαίνουν τα αποτελέσματα για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, λιγότερο υγιή ή που παρουσιάζουν παράγοντες κινδύνου όπως το οικογενειακό ιστορικό για κάποια ασθένεια.»
Αν και οι συμμετέχοντες μείωσαν δραστικά τα επίπεδα της σωματικής τους δραστηριότητας στο πλαίσιο της μελέτης, η Μπάουντεν-Ντέιβις επισημαίνει ότι συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους. «Πήγαιναν στη δουλειά ή στο πανεπιστήμιο και φρόντιζαν τα παιδιά τους. Αυτό είναι ένα τυπικό παράδειγμα των καθημερινών δραστηριοτήτων ορισμένων ατόμων σήμερα.»
Το αισιόδοξο εύρημα των ερευνητών ήταν βέβαια ότι οι μεταβολές που παρατηρήθηκαν ήταν αναστρέψιμες, αφού οι υπό μελέτη δείκτες διορθώθηκαν και επανήλθαν σε φυσιολογικά επίπεδα σε διάστημα δύο εβδομάδων αφότου οι συμμετέχοντες επέστρεψαν στα 10.000 βήματα ημερησίως.
Επιλογικά, ο Κάθμπερτσον υπογραμμίζει ότι οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν στη μελέτη είναι δυνατό να αποφευχθούν αν κάποιος κάθεται λιγότερο και περπατά περισσότερο, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να πάει στο γυμναστήριο.
Τα νέα ευρήματα πρόκειται να παρουσιαστούν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κογκρέσου για την Παχυσαρκία που λαμβάνει χώρα στην Πορτογαλία από σήμερα μέχρι και το Σάββατο.