Όπως εξηγεί, το προτεινόμενο σχέδιο του ΙΕΠ «μεταβάλλει ριζικά τον χαρακτήρα του μαθήματος της Ιστορίας εκτρέποντάς το προς κατευθύνσεις που δεν πληρούν τους επιστημονικούς και παιδαγωγικούς του στόχους».
«Οι προτεινόμενοι θεματικοί φάκελοι έχουν παιδαγωγική και μαθησιακή αξία μόνο εάν Για την πρωτοβάθμια εκπαίδευσηεμπλουτίζουν θεματικές ενότητες της συγκεκριμένης διδακτέας ύλης και λειτουργούν επικουρικά στη μαθησιακή διαδικασία. Ο τρόπος που προτείνεται να χρησιμοποιηθούν (Οι εκπαιδευτικοί θα έχουν ελευθερία να επιλέγουν βάσει καθορισμένων κριτηρίων έναν αριθμό από αυτούς τους φακέλους, προκειμένου να διαμορφώσουν το ετήσιο πρόγραμμα διδασκαλίας τους…) ακυρώνει την παροχή ενιαίας ιστορικής γνώσης προς όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου», αναφέρουν οι φιλόλογοι.
Παράλληλα σημειώνουν: «Η Ιστορία ως μάθημα δεν μπορεί να απολέσει τον πρωταρχικό της στόχο που είναι η προσέγγιση του παρελθόντος και η αξιοποίηση της παρεχόμενης γνώσης στο παρόν για τη συγκρότηση πολιτών με ελεύθερη και δημοκρατική συνείδηση. Η μονομερής έμφαση σε κάποιον από τους επιμέρους τομείς -κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, εθνικό, πολιτιστικό κ.ά.- οδηγεί το μάθημα σε αλλότριες κατευθύνσεις, που υπηρετούνται από άλλες επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, η πολιτική οικονομία, η ιστορία της τέχνης κ.ά».
Για το πρόγραμμα σπουδών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης οι φιλόλογοι σημειώνουν ότι «οι προτάσεις της Επιτροπής, εκτός από την αδόκιμη χρήση ιστορικών όρων, όπως “υδραυλικοί άθλοι του Ηρακλή”, “ελληνικοί μύθοι σχετιζόμενοι με πολεμικές ενέργειες”, “εποχή του Χριστιανισμού” σε αντικατάσταση του όρου Βυζαντινή εποχή κ.ά., σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση της ύλης, δημιουργούν παιδαγωγικά ζητήματα, εφόσον υπονομεύουν τη διδασκαλία της Ελληνικής Ιστορίας Ειδικότερα, στη Δ’ Δημοτικού αντικαθίσταται η Αρχαία Ελληνική Ιστορία από την οικογενειακή και την τοπική ιστορία, στην Ε’ Δημοτικού αντικαθίσταται η Βυζαντινή Ιστορία από τη συρρικνωμένη συνεξέταση της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, στην ΣΤ’ Δημοτικού προβλέπεται η διδασκαλία μιας μεγάλης χρονικής περιόδου που αρχίζει από τον 15ο αιώνα και τελειώνει στη σύγχρονη εποχή. Έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην ίδρυση του Ελληνικού κράτους και στους δύο παγκόσμιους πολέμους ενώ θεωρούνται ήσσονος σημασίας η τουρκοκρατία και η ελληνική επανάσταση».
Επιπλέον, για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι φιλόλογοι αναφέρουν ότι «το σημαντικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στην αναδιάρθρωση της ύλης ανά τάξη. Συγκεκριμένα, δίνεται μεγαλύτερο εύρος στη διδασκαλία της Ιστορίας των Νεότερων Χρόνων σε βάρος της Αρχαίας και της Βυζαντινής-Μεσαιωνικής Ιστορίας, δεδομένου ότι προβλέπεται η Ιστορία των Νεότερων Χρόνων και της Σύγχρονης Εποχής να διδαχθεί στην Γ’ Γυμνασίου, στην Α’ Λυκείου και σε θεματικές ενότητες στη Β’ και Γ’ Λυκείου».
«Η νέα αντίληψη για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, που κυριαρχεί στα Προγράμματα Σπουδών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, βασίζεται στην κατανόηση, κατά κύριο λόγο, του παρόντος, στην αναζήτηση ταυτοτήτων και στην βιωματική προσέγγιση, γεγονός που καταλήγει σε μια ιδεολογική κατασκευή και σε υποκειμενικές σχετικιστικές αλήθειες.
Πρόκειται για μια χρηστική, ιδεοληπτική ιστορία σύμφωνα με την οποία τα επιστημονικά κριτήρια δεν θεωρούνται αναγκαία», αναφέρουν οι φιλόλογοι αφήνοντας σαφείς αιχμές.
Από την πλευρά του πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την «Καθημερινή» το ΙΕΠ υποστηρίζει ότι οι ενστάσεις και οι παρατηρήσεις θα ληφθούν υπόψη ώστε να κατατεθεί μια νεότερη εκδοχή των προηγούμενων, η οποία θα αποτελέσει προϊόν της διαβούλευσης.