Διαβάστε όλα όσα έγραψε ο Λάκης Λαζόπουλος στην ιστοσελίδα altsantiri.gr για να αποχαιρετήσει το φίλο του, Στάθη Ψάλτη.
«Τον είδα για πρώτη φορά στο θέατρο «Παρκ». Έπαιζε σε μια επιθεώρηση και ο ίδιος ερμήνευε ένα κείμενο του Μποστ. Λίτσα Κατρακυλίτσα. Μια καθαρίστρια γλιστράει από τον τελευταίο όροφο και καθώς πέφτει περιγράφει όλη της την πτώση, όλη της τη ζωή, ενώ παράλληλα περιγράφει και τι βλέπει από τα παράθυρα των διαμερισμάτων καθώς οδεύει με τρελή φόρα προς το πεζοδρόμιο.
Το κείμενο έτρεχε στο στόμα του με ίση σχεδόν ταχύτητα, με αυτή της πτώσης. Κανένα κόμμα, καμία άνω τελεία. Απνευστί. Μικρές, κοφτές, εσωτερικές ανάσες, μη αντιληπτές για το κοινό. Χρωμάτιζε, ανέβαζε και κατέβαζε τη φωνή του σαν να έκανε σλάλομ σε πιάνο. Το κοινό παραληρούσε από την ερμηνεία του κι αυτός μη χάνοντας διόλου τον δαιμόνιο ρυθμό του, περνούσε στην ιστορία σαν να ένας πολύ σπουδαίος κωμικός ηθοποιός.
Έτσι τον γνώρισα και τον θαύμασα. Ύστερα γνωριστήκαμε κάτω από ένα τραπέζι. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα, κάπου στη Συγγρού, όπου με την παρέα μου ήμασταν σε ένα υπόγειο μπουζουξίδικο και πολύ απλά, χαβαλεδιάζαμε. Το μαγαζί, όμως, δεν είχε άδεια λειτουργίας, αλλά πού να το ξέρουν αυτό οι θαμώνες; Στις τέσσερις και κάτι «σκάει» ο Ψάλτης στο μαγαζί με μαύρα γυαλιά ηλίου, φορώντας μία γούνα περισσότερο σαν ντεκόρ τρέλας, παρά σαν προστασία από το κρύο. Εγώ ήμουν στο διπλανό τραπέζι και με το που κάθεται σηκώνομαι να πάω να τον χαιρετήσω. «Ήρθα» του λέω «να σε χαιρετήσω, γιατί δεν ξέρω αν βλέπεις και με αυτά τα γυαλιά». Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου και χτυπάει ένα κουδούνι δυνατό σαν συναγερμός και η ορχήστρα παρατάει τα όργανα και εξαφανίζεται. Το κουδούνι είχε ενημερώσει ότι πλάκωσε η μπατσαρία. Ένας σερβιτόρος φωνάζει με δυνατή φωνή, σχεδόν στρατηγού σε πόλεμο που χάνεται, «όλοι κάτω από τα τραπέζια, θα παραστήσουμε ότι το μαγαζί έκλεισε».
Βρεθήκαμε μούρη με μούρη με τον Ψάλτη κάτω από το τραπέζι με το μακρύ τραπεζομάντηλο να μας καλύπτει. Είχε βάλει το δάχτυλο στο στόμα του και μας έκανε «σσσσσσ» χωρίς να έχει βγάλει τα γυαλιά του και μετά βίας προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τα γέλια μας, παριστάνοντας ότι λείπουμε.
Σε αυτό το ημίφως, κάτω από το τραπέζι, σε αυτό το τέταρτο – εικοσάλεπτο που μείναμε από κάτω, πιάσαμε τη κουβέντα χαμηλόφωνα και αυτή η σκηνή, τότε, με συνέδεσε με αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί ο Ψάλτης ήταν διαμάντι άνθρωπος. Λαϊκός κωμικός, με τεράστια αγάπη για τον κόσμο, που όπως ο ίδιος μου είπε, έτσι καθώς μιλάγαμε στο 613 στον «Άγιο Σάββα» το βράδυ που τον επισκέφτηκα, «Θα με θυμούνται, θα με θυμούνται, θα με θυμούνται…». Τρεις φορές. Θυμάμαι έντονα τον τρόπο που το είπε, τον τονισμό, καθώς και ότι δεν λύγισε η φωνή του στην επανάληψη της φράσης, καθώς και οι δύο ξέραμε τι έκρυβε αυτή η επανάληψη.
Μιλάγαμε, γελάγαμε με αυτή τη συνεννόηση που έχουν δύο κωμικοί που παίζουν μεταξύ ορατού και αοράτου, που κινούνται με ακρίβεια στα νήματα του κειμένου και του αυτοσχεδιασμού. Είχαμε και οι δύο συναίσθηση του θανάτου που έκοβε βόλτες στο δωμάτιο. Μπορεί και να προσπαθούσαμε να ξεγελάσουμε τον Χάρο, ακριβώς τι κάναμε δεν ξέρω, ξέρω ότι η καρδιά του παρόλα όσα πέρναγε στεκόταν ήρεμη κοιτώντας προς τον ουρανό.
Νομίζω πρώτα «έφυγε» η ψυχή του και μετά το χιούμορ του. Ο Στάθης Ψάλτης , αληθινός κωμικός και σπάνιος φτιάχτηκε από τον κόσμο. Πλάστηκε από τα γέλια τους και αφοσιώθηκε σε αυτούς. Εκεί, στο σανίδι, ως το τελευταίο λεπτό.
Φεύγοντας άφησε αγάπη σε όλους δίπλα του και μόνο ωραίες αναμνήσεις. Τι σπάνιο να φεύγεις και να αφήνεις ωραίες αναμνήσεις;
Θέλω να σταθώ στο κορίτσι αυτό, στη γυναίκα του, τη Χριστίνα, η οποία τόσα χρόνια στάθηκε δίπλα του. Τώρα είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω και να ξεχωρίσω την αληθινή αγάπη που του είχε. Το πώς τον πρόσεχε σαν τα μάτια της, πώς ήταν δίπλα του μέρα νύχτα. Δεν έχει αξία να μεταφέρω λόγια. Αυτά που νοιώθουμε δεν υπάρχουν λόγια να τα μεταφέρουν. Μένουν εκεί. Για να μεγαλώνουν το βουνό των αισθημάτων μας.
Αποχαιρετώ με σεβασμό, με εκτίμηση, με θαυμασμό και με αγάπη πολλή αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο, σπάνιο κωμικό και εξαίρετο ηθοποιό. Τον Στάθη Ψάλτη.
Υ.Γ.: Μόλις τώρα με ενημέρωσε ο αδερφός μου ότι τις μέρες που έλειπα ο Στάθης του ζήτησε να τον καταγράψει σε ένα βίντεο για όσα ήθελε να μου πει. Κρατάω το δώρο του αυτό σαν φύλακα και οδηγό»