Θετικά αποτιμά ο ΣΕΒ την επικείμενη ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης μετά την άτυπη συμφωνία στο Eurogroup της Μάλτας, ωστόσο χαρακτηρίζει ως αρνητικό το γεγονός ότι η μείωση της υπερφολόγησης θα καθυστερήσει έως το 2020.
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, η μείωση αφορολόγητου και φορολογικών συντελεστών θα έπρεπε να γίνουν άμεσα και όχι να μετατίθενται για το 2020, καθώς “η αγορά στενάζει από την υπερφορολόγηση της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας” και “ήλπιζε κάποια αλλαγή του μείγματος πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η αναπτυξιακή διαδικασία”.
Ακόμη σημειώνει ότι το πρόβλημα του ασφαλιστικού παραμένει επί της ουσίας άλυτο, καθώς η υλοποίηση άλλης μίας ημιτελούς ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που περικόπτει τις συντάξεις οριζόντια και αυθαίρετα, διατηρεί σε απογοητευτικά υψηλά επίπεδα τις ασφαλιστικές εισφορές χωρίς ανταποδοτικές παροχές και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη του 2ου και 3ου ασφαλιστικού πυλώνα, όπως γίνεται σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η συμφωνία για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 εισάγει νέες αβεβαιότητες στην οικονομία και για άλλη μία φορά, υποβιβάζει τις προοπτικές ανάπτυξης. Εντούτοις, σημειώνει, η νομοθέτηση από σήμερα της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου το 2019 και το 2020, εγγυάται την όσο το δυνατόν απρόσκοπτη πρόσβαση του δημοσίου στις αγορές το 2018, καθώς διασφαλίζεται η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια.
Ακόμη, η ήδη σημειωθείσα καθυστέρηση της αξιολόγησης επί πολλούς μήνες, “έχει επηρεάσει αρνητικά τις οικονομικές εξελίξεις και τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη της οικονομίας το 2017”.
Αναλυτικά ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο οικονομικής δραστηριότητας αναφέρει:
“Το νερό φαίνεται να μπαίνει στο αυλάκι, μετά από την άτυπη συμφωνία στο Eurogroup της Μάλτας στις 7/4/2017. Η συμφωνία προβλέπει τη μείωση των συντάξεων κατά 1 π.μ. του ΑΕΠ το 2019 και αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου κατά το ίδιο ποσό το 2020 (ή το 2019 εάν αξιολογηθεί το 2018 από το ΔΝΤ ότι ο στόχος των 3,5 π.μ. του ΑΕΠ πρωτογενούς πλεονάσματος δεν διασφαλίζεται). Τα “αρνητικά” αυτά, κατά την κυβέρνηση, μέτρα θα νομοθετηθούν πριν κλείσει η 2η αξιολόγηση, μαζί με “θετικά” κατά την κυβέρνηση μέτρα αύξησης των κοινωνικών δαπανών και μείωσης των συντελεστών του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ, για εφαρμογή το 2019 και 2020, αντιστοίχως και μόνο εφόσον διασφαλίζεται ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος των 3,5 π. μ. του ΑΕΠ και υπάρχει επιπλέον αυτού υπεραπόδοση των μέτρων. Τα “θετικά” μέτρα θα διαμορφωθούν σε 1 π.μ. του ΑΕΠ το 2019 (αύξηση δαπανών) και στο ίδιο ποσό το 2020 (μείωση φόρων), καθώς το 2018 θα έχει επιτευχθεί σύμφωνα με την κυβέρνηση ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος σε βιώσιμη βάση, με την προσαρμογή βασισμένη δηλαδή, σε μόνιμα και όχι σε εφάπαξ μέτρα.
Ανοίγει έτσι ο δρόμος για την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων στην Ελλάδα προς επίτευξη τελικής συμφωνίας σε σύντομο, ελπίζεται, χρονικό διάστημα. Και αυτό διότι θα ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις, ώστε να ικανοποιηθεί το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ όσον αφορά στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, δηλαδή να συμφωνηθεί για πόσα χρόνια θα διατηρηθεί ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μετά το 2018, καθώς και για να δοθούν διαβεβαιώσεις για την ελάφρυνση του χρέους μεσοπρόθεσμα. Μόνο έτσι θα εξασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, χωρίς την οποία ένα νέο πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνηθεί.
Η συμφωνία της 2ης αξιολόγησης που εξυφαίνεται, ελέγχεται ως προς τέσσερα σημεία:
Πρώτον, η συμφωνία για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018) εισάγει νέες αβεβαιότητες στην οικονομία και, για άλλη μια φορά, υποβιβάζει τις προοπτικές ανάπτυξης. Εντούτοις, η νομοθέτηση από σήμερα της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου το 2019 και το 2020 εγγυάται την όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη πρόσβαση του δημοσίου στις αγορές το 2018, καθώς διασφαλίζεται η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια, με την ελληνική οικονομία ωστόσο διασωληνωμένη για αρκετά ακόμη χρόνια.
Δεύτερον, αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και η προσέλκυση επενδύσεων, τότε κυβέρνηση και θεσμοί θα έπρεπε να δρομολογήσουν άμεσα από το 2018 τη μείωση του αφορολόγητου και των φορολογικών συντελεστών αντί να τις μεταθέτουν για το 2020, με τις όποιες αβεβαιότητες αυτό συνεπάγεται για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η αγορά και η εγχώρια παραγωγή στενάζει από την υπερφορολόγηση της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας και είχε ελπίσει σε κάποια αλλαγή του μείγματος πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η αναπτυξιακή διαδικασία. Με τη διάψευση των προσδοκιών αυτών που φέρνει η επικείμενη συμφωνία, είναι αμφίβολο κατά πόσον διασφαλίζεται η επίτευξη των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας που εμπεριέχονται στο πρόγραμμα, καθώς και της ανάκαμψης των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων, και, σε τελική ανάλυση, αυτή η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους.
Τρίτον, σημειώνεται ότι το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος παραμένει επί της ουσίας άλυτο, καθώς έχουμε υλοποιήσει άλλη μια ημιτελή ασφαλιστική μεταρρύθμιση που περικόπτει τις συντάξεις με οριζόντιο (και αυθαίρετο) τρόπο, διατηρεί απαγορευτικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές χωρίς ανταποδοτικές παροχές και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη του 2ου και 3ου ασφαλιστικού πυλώνα όπως γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες. Και ενώ οι περικοπές των συντάξεων και του αφορολόγητου είναι βέβαιες και θα γίνουν το 2019 και το 2020 αντιστοίχως, η χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων και η μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι αβέβαιες, καθώς εξαρτώνται από την υπερκάλυψη, και το βαθμό υπερκάλυψης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ. Και σε περίπτωση υστέρησης από τον στόχο, η μείωση του αφορολόγητου θα έρθει ένα χρόνο πιο μπροστά, και θα γίνει μαζί με τις περικοπές συντάξεων το 2019.
Τέταρτον, τα “θετικά” μέτρα που αντισταθμίζουν δημοσιονομικά τα “αρνητικά” μέτρα, δηλαδή τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, θα ήταν πιο οικονομικά αποτελεσματικό αν κατευθύνονταν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και σε εν γένει μέτρα στήριξης της σκληρά εργαζόμενης ελληνικής οικογένειας. Η διαγενεακή μεταφορά πόρων υπέρ των νεότερων γενιών συνιστά πράγματι μείζονα πρόκληση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Για να πιάσει τόπο ωστόσο θα πρέπει να γίνει σωστή ιεράρχηση των μέτρων πολιτικής που θα ανακόψουν το brain drain, θα δώσουν κίνητρα στους επιχειρηματίες να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης και θα διευκολύνουν τους εργαζόμενους γονείς στη φύλαξη και ανατροφή των παιδιών τους.
Κατά συνέπεια, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα τεκταινόμενα της αξιολόγησης είναι ότι οι εταίροι (σε αντιδιαστολή με την ελληνική κυβέρνηση) δεν πιστεύουν ότι θα διαμορφωθούν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα των 3,5 π.μ. του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση. Και για αυτό το λόγο ζητούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας 2 π.μ. του ΑΕΠ το 2019 και το 2020, ώστε να ενισχυθούν και οι προοπτικές επιτυχούς πρόσβασης του δημοσίου στις αγορές το 2018, υπό την έννοια ότι η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια θα είναι διασφαλισμένη. Η ελληνική πλευρά, για να αντισταθμίσει αυτή την πρόσθετη δημοσιονομική επιβάρυνση επικαλείται την προληπτική νομοθέτηση “θετικών” μέτρων, δηλαδή την αύξηση δαπανών για μείωση της παιδικής φτώχειας, την αντιμετώπιση ζητημάτων στέγασης, την απασχόληση νέων, τη μείωση της συμβολής των συνταξιούχων στη φαρμακευτική δαπάνη και ένα πακέτο εκπαιδευτικών κινήτρων, καθώς και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και του φόρου εισοδήματος, τα οποία είναι προφανές ότι δεν χρειάζεται να νομοθετηθούν σήμερα. Τα μέτρα αυτά, ούτως ή άλλως, θα μπορούσαν άνετα να νομοθετηθούν το 2019 και το 2020, εφόσον δεν θα υπάρχει, κατά την κυβέρνηση, πρόβλημα υστέρησης έναντι του απαιτούμενου στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Συνεπώς, η πρόωρη νομοθέτησή τους γίνεται για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση, η ήδη σημειωθείσα καθυστέρηση της αξιολόγησης για πολλούς μήνες έχει επηρεάσει αρνητικά τις οικονομικές εξελίξεις και τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη της οικονομίας το 2017 λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να έχει υποχωρήσει σε χαμηλό 3,5 ετών. Η άρση της αβεβαιότητας αναμένεται να συμβάλλει θετικά στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, αν και η συγκυρία θα εξακολουθεί να υφίσταται τις αρνητικές επιπτώσεις της εφαρμογής του προγράμματος στην εγχώρια ζήτηση. “