Οι ασθενείς με ενοχλήσεις στο στήθος, οι οποίοι προσέρχονται σε τμήματα επειγόντων στα νοσοκομεία, υποβάλλονται σε τεστ αίματος που μετρούν βιοδείκτες όπως η τροπονίνη, προκειμένου να αποκλεισθεί η περίπτωση εμφράγματος.
Η τροπονίνη είναι μια πρωτεΐνη του μυ της καρδιάς, η οποία παράγεται σε περίπτωση βλάβης του τελευταίου και γι’ αυτό ανιχνεύεται μετά από ένα έμφραγμα.
Οι ερευνητές του King’s College του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καρδιολόγο δρα Τομ Κάιερ, που μελέτησαν πάνω από 4.000 ασθενείς του Νοσοκομείου Saint Thomas και έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό κλινικής χημείας «Clinical Chemistry», όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, βρήκαν ότι σχεδόν οι μισοί ασθενείς (το 47%) εμπίπτουν σε μια ενδιάμεση κατηγορία κινδύνου με βάση το επίπεδο τροπονίνης στο αίμα τους. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω εξετάσεις και συχνά η χορήγηση φαρμάκων όπως αντιπηκτικών, που όμως αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας.
Οι Βρετανοί επιστήμονες, χρησιμοποιώντας μυοκάρδιο από δωρητές, ερεύνησαν πόσα κύτταρα του μυοκαρδίου πρέπει να νεκρωθούν, προτού είναι δυνατό ο θάνατός τους (και άρα το έμφραγμα) να ανιχνευθεί στο αίμα. Διαπιστώθηκε ότι πρέπει να πεθάνουν 3 έως 9 μιλιγκράμ κυττάρων (το 0,001% της καρδιάς), για να γίνει αντιληπτό το έμφραγμα στο αίμα.
Το νέο τεστ -που βασίζεται στην μέτρηση μιας άλλης πρωτεΐνης, της πρωτεΐνης C που δεσμεύει την καρδιακή μυοσίνη- είναι ακόμη πιο ευαίσθητο, καθώς, για να διαγνώσει το έμφραγμα, χρειάζεται να ανιχνεύσει μόνο 0,07 μιλιγκράμ κατεστραμμένων κυττάρων ή μόλις το 0,00002% του μυοκαρδίου.
«Το νέο τεστ έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τον τρόπο που κάνουμε διάγνωση των εμφραγμάτων στον 21ό αιώνα», δήλωσε ο Κάιερ. Με το νέο τεστ θα «χάνονται» λιγότερα εμφράγματα από ό,τι με την τροπονίνη και έτσι θα γίνεται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα η θεραπεία τους. Οι γιατροί στα νοσοκομεία θα μπορούν να διακρίνουν με μεγαλύτερη σιγουριά ένα έμφραγμα από ένα πόνο στο στήθος που έχει άλλες αιτίες.