Ο Γιώργος Τζαβέλλας, όταν τον ρώτησα τις προάλλες στο ράδιο, δεν είχε κρατήσει την παραμικρή πισινή. «Ο Ολυμπιακός θα προκριθεί». Για τους λόγους που εξηγήσαμε την περασμένη εβδομάδα, δεν συνέβη από το πρώτο ματς. Αλλά, συνέβη. Οι Τούρκοι, απλώς το καθυστέρησαν όσο μπορούσαν. Να το αποτρέψουν, δεν γινόταν.
Η μόνη επιφύλαξη, με ομάδες που δεν υπάρχει η ευκολία να τις βλέπει κανείς κάθε Σαββατοκύριακο στην TV ώστε να σχηματίζει την πλήρη εικόνα, ήταν μήπως αυτοί εντός έδρας παίζουν κάτι ολότελα άλλο απ’ αυτό που έπαιξαν εκτός. Αν π.χ. ο Ουεμπό ή ο Μαχέρ που είχαν μείνει έξω στο Καραϊσκάκη, στην Αγκυρα θα έδιναν το διαφορετικό. Το απρόβλεπτο.
Υπάρχουν ακόμη, όχι πολλές, υπάρχουν ωστόσο, μερικές τέτοιες ομάδες εδώ κι εκεί, με σοβαρή εξάρτηση από την έδρα, π.χ. η Μπέρνλι στην Πρέμιερσιπ. Όμως εδώ η απάντηση που πήραμε, ήταν ότι η Οσμανλίσπορ δεν είχε με κάτι να μας εκπλήξει που να μη μας το έδειξε στον Πειραιά. Στην πραγματικότητα ο Ουεμπό και ο Μαχέρ, περισσότερο επιβεβαίωσαν τον προπονητή τους…που δεν τους έβαλε τότε, παρά δικαίωσαν τον προπονητή τους για την επιλογή να τους βάλει στη ρεβάνς.
Το μοναδικό διαφορετικό στο σπίτι ήταν μια κάποια μεγαλύτερη ζωντάνια, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό μας έδωσε ο έξω αριστερά, τελεία. Ο Ολυμπιακός προκρίθηκε επειδή διαθέτει σκόρερ σαν τον Καρίμ και ντριμπλέρ (με ικανότητες Αντρέ Μάρτινς στο transition) σαν τον Ανδρούτσο. Η Οσμανλίσπορ, ούτε τέτοιον εκτελεστή έχει, ούτε παίρνει από κανένα δικό της την ενέργεια της αληθινής διαφοράς. Αυτό ήταν, όλη η υπόθεση.
Διότι, κατά τα λοιπά, η συνολική ροή του αγώνα δεν δικαιολογούσε το 0-3. Οσοι δεν είναι πανηγυρτζήδες, είδαν ότι οι ομάδες έβγαλαν στο γήπεδο περίπου τα ίδια πράγματα και κατέληξαν σε πάνω-κάτω ίσο αριθμό ομοειδών φάσεων. Εάν αντάλλασσαν τους σέντερ-φορ τους, ή τον Ανδρούτσο με τον Μαχέρ, το πιθανότερο είναι ότι θα περνούσε η Οσμανλίσπορ. Ο Πάουλο Μπέντο, ένας επαγγελματίας του ποδοσφαίρου με υψηλό επίπεδο αυτοσεβασμού μες στην όλη λαϊκή (και δεν βάζω, καν, τη δημοσιογραφική…) παράνοια που τον περικλείει, το ξέρει. Μέσες-άκρες, το είπε.
Ο Ολυμπιακός, όσο δεν έσπαζε με κάποιον τρόπο η κατάσταση ισορροπίας, δεν ήταν καλός. Στη μεν φάση κατοχής έπαιζε, κατά κόρον, με τις μεγάλες «σκοτωμένες» μπαλιές από πίσω που δεν τον οδηγούσαν, εμπρός, πουθενά. Στη δε φάση άμυνας, η πίεση στη μπάλα ήταν κακής ποιότητας. Πίεζαν, αλλά με φάουλ. Πίεση με φάουλ, δεν είναι πίεση. Είναι, για τον αντίπαλο, αποσυμπίεση.
Από το α’ ημίχρονο κιόλας, γινόταν όλο και πιο φανερό ότι η καλύτερη πιθανότητα στο ξεκλείδωμα της πόρτας θα ήταν…ένα κόρνερ. Τα επιθετικά κόρνερ, ένα επιμέρους σημείο υπεροχής, ο Μποτία κι ο Ντα Κόστα τα είχαν. Τα έχουν, γενικώς. Είναι όσο αλτικοί και αγκρέσιβ πρέπει. Ένα να περνούσε, τελείωνε το έργο. Πέρασε ένα, τελείωσε το έργο.
Ανεξάρτητα απ’ τις λεπτομέρειες, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα ο Ολυμπιακός έβαλε το μέταλλό του σε μια ενδιαφέρουσα δοκιμασία μες απ’ την οποία αποδείχθηκε, το μέταλλο, ανθεκτικό. Πήρε μία κρυστάλλινη πρόκριση, όχι ακριβώς το συνηθισμένο του Ολυμπιακού μήνα Φεβρουάριο, μία πρόκριση δίχως πύρρειες απώλειες (ένα εξτρά μπόνους) ενόψει της επόμενης φάσης.
Ανατρέχοντας πώς ξεκίνησε το εφετινό ευρωπαϊκό ταξίδι τον Ιούλιο, το πώς εξελίσσεται είναι καθαρή επιτυχία.
Πηγή: sdna.gr