H ανθρώπινη μύτη μπορεί να μυρίσει τουλάχιστον ένα τρισεκατομμύριο διαφορετικές μυρωδιές, σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις αμερικανών επιστημόνων. Συγκριτικά, ένας άνθρωπος μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε 2,3 έως 7,5 εκατ. διαφορετικές αποχρώσεις χρώματος και να ακούσει περίπου 340.000 ήχους διαφορετικής τονικότητας.
Η νέα έρευνα ανατρέπει την μέχρι σήμερα απαισιόδοξη εικόνα για τις δυνατότητες αυτής της ανθρώπινης αίσθησης, δείχνοντας ότι τελικά είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τις περίπου 10.000 μυρωδιές που θεωρείτο, από τη δεκαετία του 1920, ως το εφικτό εύρος της όσφρησής μας – αριθμός που ανέκαθεν θεωρείτο υπερβολικά μικρός, σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες, αλλά ποτέ δεν είχε ελεγχθεί επιστημονικά.
Οι ερευνητές του Εργαστηρίου Νευρογενετικής και Συμπεριφοράς, με επικεφαλής τον Αντρέας Κέλερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science”, σύμφωνα με το BBC, καθώς επίσης τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό, δεν αποκλείουν μάλιστα ότι ακόμα και το ένα τρισεκατομμύριο να αποτελεί υποεκτίμηση. «Το μήνυμά μας είναι ότι έχουμε πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία στην όσφρηση μας από αυτή που νομίζουμε. Απλώς δεν την προσέχουμε και δεν την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή», δήλωσε ο Αντρέας Κέλερ.
Η νέα εκτίμηση βασίζεται σε εργαστηριακά πειράματα με εθελοντές που κλήθηκαν να διακρίνουν ανάμεσα σε πολύπλοκα μίγματα οσμών. Με βάση την ευαισθησία που επέδειξαν οι μύτες και οι εγκέφαλοι των εθελοντών, στη συνέχεια οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι η γκάμα της όσφρησης ξεπερνά ακόμη και το ένα τρισεκατομμύριο διακριτές μυρωδιές. Είναι πάντως φανερό ότι κανένα πείραμα δεν μπορεί στην πράξη να αποδείξει ότι όντως ένας άνθρωπος μπορεί να διακρίνει όλες αυτές τις οσμές, συνεπώς πρόκειται για μια νέα εκτίμηση, πιθανώς πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι μυρωδιές που συναντάμε καθημερινά, συντίθενται από πολύπλοκα μίγματα μορίων. Για παράδειγμα, η μυρωδιά του τριαντάφυλλου αποτελείται από 275 επιμέρους συστατικά, από τα οποία μόνο ένα μικρό ποσοστό γίνεται αντιληπτό από την μύτη μας (που διαθέτει 400 οσφρητικούς υποδοχείς) και τον εγκέφαλο που κάνει την τελική επεξεργασία.
Τα πειράματα, που βασίστηκαν στο πόσο καλά 26 άνδρες και γυναίκες μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα σε διαφορετικά «κοκτέιλ» 128 διαφορετικών «μυρωδάτων» μορίων, επιβεβαίωσαν ότι η οσφρητική ικανότητα διαφέρει πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Πάντως, ένας μέσος άνθρωπος μπορεί να διακρίνει ως διαφορετική μια μυρωδιά από μια άλλη, αν αυτές οι δύο οσμές διαφέρουν μεταξύ τους πάνω από 50% στα επιμέρους συστατικά (μόρια) τους. Ο λιγότερο ικανός εθελοντής του πειράματος υπολογίζεται ότι μπορούσε να μυρίσει «μόνο» 80 εκατομμύρια ξεχωριστές μυρωδιές, ενώ ο πιο ικανός πολλά τρισεκατομμύρια.
Εκτιμάται ότι οι μακρινοί πρόγονοί μας ήσαν πολύ πιο εξασκημένοι στην όσφρηση από τους σύγχρονους ανθρώπους. Το «κακό» ξεκίνησε, όταν ο άνθρωπος στάθηκε όρθιος στα δύο πόδια του, οπότε η μύτη του απομακρύνθηκε από το έδαφος, όπου πηγάζουν οι περισσότερες οσμές. Πιο πρόσφατα, οι ανέσεις όπως τα ψυγεία και τα συχνά ντους έχουν περιορίσει τις μυρωδιές στην καθημερινή ζωή, με συνέπεια η οσφρητική ικανότητα των ανθρώπων να έχει «σκουριάσει» σε σχέση με την όραση και την ακοή που παραμένουν πιο οξυμένες.
Τα ζώα είναι τουλάχιστον δύο έως τρεις φορές καλύτερα στην όσφρηση από τους ανθρώπους, επειδή αφιερώνουν σε αυτήν μεγαλύτερο μέρος του εγκεφάλου τους.