Συνέβη, είναι βέβαιο αυτό, το επιβεβαιώνουν όσοι έχουν παρακολουθήσει τα προηγούμενα παιχνίδια της, το τεκμηριώνει και η σύγκριση της στατιστικής απεικόνισης αυτού του ματς με την στατιστική των μέσων όρων της σε εκτός έδρας αγώνες, συνέβη η Σάλκε να κάνει στην Τούμπα ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της μακριά από το σπίτι της στη διάρκεια της σεζόν. Και ναι, συνέβη και στον ΠΑΟΚ να κάνει ένα πολύ μέτριο, έως κακό, ημίχρονο, το δεύτερο, το βράδυ της Πέμπτης. Κι όταν συμβαίνει αυτό, δηλαδή μια ομάδα που έρχεται από καλύτερο πρωτάθλημα και έχει μεγαλύτερης χρηματιστηριακής αξίας ρόστερ να αποδίδει πάνω από το στάνταρ της και η άλλη ομάδα, που έρχεται από κατώτερο πρωτάθλημα, να αποδίδει χαμηλότερα από το στάνταρ της, το 0-3 έρχεται ως φυσική συνέπεια, ακόμη και αν είναι “υπερβολικό” και “άδικο” σκορ. Μπορώ να καταλάβω την απογοήτευση, δεδομένου ότι ο ΠΑΟΚ βρισκόταν σε καλή αγωνιστική κατάσταση και καλλιεργούσε ή συντηρούσε υψηλές προσδοκίες στην κοινωνία των οπαδών του, αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο αυστηρός στην κριτική του και να φτάνει στο όριο της ισοπέδωσης, δηλαδή εκεί που θα έφτανε αν ο ΠΑΟΚ είχε χάσει 3-0 στην Τούμπα από έναν ασθενέστερο αντίπαλο.
Το χειροκρότημα της πλειοψηφίας όσων βρέθηκαν στην Τούμπα στη λήξη του παιχνιδιού δείχνει από μόνο του ότι είναι άκαιρη και άτοπη η σκληρή κριτική. Για τον ΠΑΟΚ, μια ομάδα που ακόμη οικοδομείται και έχει έναν προπονητή που εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, αυτό που του συνέβη πρέπει να τον προβληματίζει αλλά όχι να τον πανικοβάλει και να τον κάνει να αμφιβάλλει και να αναθεωρεί. Εχασε από μια ομάδα που βρίσκεται σε παρόμοιο στάδιο, δεδομένου ότι δουλεύει με νέο προπονητή και επιχειρεί από το περασμένο καλοκαίρι ένα restart, αλλά αυτή η ομάδα έχει ακριβότερους και ποιοτικότερους ποδοσφαιριστές, και καθοδηγείται από έναν εκ των πιο ελπιδοφόρων προπονητών της γενιάς του όχι μόνο εντός Γερμανίας αλλά και πανευρωπαϊκά.
Στον μέσο όρο της, η Σάλκε εκτός έδρας κάνει 50% κατοχή μπάλας, έχει 77% ακρίβεια στις μεταβιβάσεις, δέχεται 11 σουτ ανά ματς και εκτελεί 11 σουτ ανά ματς. Στην Τούμπα έκανε 57% κατοχή μπάλας, είχε 88% ακρίβεια στις μεταβιβάσεις, δέχθηκε 8 σουτ και έκανε 12. Αυτό που δεν λένε φωναχτά οι αριθμοί είναι ότι το passing game της Σάλκε ήταν πιο ουσιαστικό από ποτέ στη διάρκεια της σεζόν σε σημαντικό εκτός έδρας παιχνίδι. Δώδεκα μέρες πίσω η Σάλκε είχε σταθεί περίφημα απέναντι στην Μπάγερν στο Μόναχο, πήρε ισοπαλία (1-1) κι είχε στιγμές ακόμη και για να νικήσει τους πρωταθλητές Γερμανίας, οι οποίοι, για να μην μπερδευόμαστε, έπαιζαν με περίπου ίδια ενδεκάδα με αυτή που διέλυσε το βράδυ της Τετάρτης την Αρσεναλ στο ίδιο τερέν. Σε εκείνο το ματς όμως η Σάλκε δεν είχε το ίδιο θάρρος για να κρατήσει τη μπάλα, κι έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην ανασταλτική συμπεριφορά της. Λογικά, διότι στη φάση που βρίσκεται, στο χτίσιμό της από τον Βάιντσιρλ, η Σάλκε ακόμη δυσκολεύεται να πετύχει γκολ και δυσκολεύεται να κρατήσει το “μηδέν” πίσω, κι έτσι ο προπονητής της χρειάστηκε να δώσει προτεραιότητα στην βελτίωση της ανασταλτικής λειτουργίας. Ο Βάιντσιρλ είδε την ομάδα του να συμπεριφέρεται καλύτερα ανασταλτικά στα τελευταία 5 παιχνίδια και την Πέμπτη αποφάσισε να της δώσει μεγαλύτερη ενθάρρυνση για να παίξει με τη μπάλα στα πόδια, όπως έκανε στο β’ ημίχρονο. Η Σάλκε έπαιξε περισσότερο από ποτέ για να δημιουργεί αριθμητική υπεροχή στους χώρους του αντίπαλου μισού του τερέν. Το έκανε στην Τούμπα επειδή της έδινε το θάρρος και την αυτοπεποίθηση για να το επιχειρήσει η πρόοδος που είχε σημειώσει στα προηγούμενα μας. Κάπως έτσι χτίζονται και ωριμάζουν οι ομάδες. Σταδιακά, από παιχνίδι σε παιχνίδι.
Παρόμοια πράγματα κάνει και ο Ιβιτς στον ΠΑΟΚ. Και επειδή δεν το έχει ξανακάνει, σε αντίθεση με τον Βάιντσιρλ που έχει συμπληρώσει μια 8ετία ως πρώτος προπονητής, είναι φυσιολογικό να μην έχει την βοήθεια της εμπειρίας και να δυσκολεύεται περισσότερο στις στιγμές που η ομάδα του δοκιμάζεται. Ο Ιβιτς άλλαξε σχηματισμό, άλλαξε πρόσωπα, δοκίμασε να ψηλώσει την ομάδα του, δηλαδή έφτιαξε ένα σχέδιο, το οποίο δεν λειτούργησε αποτελεσματικά. Ομως αυτό συνέβη: δεν λειτούργησε το σχέδιο, όχι ο προπονητής. Ο προπονητής λειτούργησε: μελέτησε την αντίπαλό του, επεξεργάστηκε τα δεδομένα, έφτιαξε σχέδιο. Δεν πήγε απλώς για ακόμη μια μέρα στη δουλειά. Δεν έζησε τη ρουτίνα του. Κυνήγησε τις πιθανότητες και προκάλεσε την τύχη του με ένα σχέδιο. Ο ΠΑΟΚ θα έπρεπε να τρομάζει μόνο αν ο προπονητής του είχε πάει στην Τούμπα με άδεια χέρια, δηλαδή χωρίς σχέδιο, ή αν τα σχέδια του προπονητή του είχαν αποδειχθεί συχνά αναποτελεσματικά. Ναι, πρέπει να προβληματιστεί που έχασε, αλλά τα περί “μικρού ΠΑΟΚ” είναι για λαϊκή κατανάλωση, δεν είναι σοβαρή ποδοσφαιρική συζήτηση.
Το χειροκρότημα της Τούμπας είναι ένα σημάδι αναγνώρισης όσων έχει δει ο κόσμος στα προηγούμενα από τον ΠΑΟΚ και μια αναγνώριση της προσπάθειας που έκαναν οι ποδοσφαιριστές και ο προπονητής απέναντι σε μια ομάδα που ήταν ανώτερη. Κι αυτή η νοοτροπία έχει πολλή υγεία μέσα της. Ετσι θα έπρεπε να σκέφτεται και ο οργανισμός του ΠΑΟΚ, όχι μόνο η κοινωνία των οπαδών του.
Κι επειδή αναφέρθηκα στη νοοτροπία, θα κλείσω με τη βασική σκέψη που έκανα μελετώντας την αντίδραση των media απέναντι στην εμφάνιση του Ολυμπιακού στο ματς με την Οσμάνλισπορ. Σε αυτό το ματς ο Ολυμπιακός, των τριών “μικρών” στην 11αδα (Ανδρούτσος, Βιάνα, Ρέτσος), ήταν καλύτερος από την αντίπαλό του, κράτησε περισσότερο τη μπάλα, έφτιαξε τον διπλάσιο αριθμό ευκαιριών, έκανε διπλάσιο αριθμό επιθέσεων, και εξάντλησε τις πιθανότητες να νικήσει και στο περίπου 20’λεπτο που έπαιξε με παίκτη λιγότερο. Ναι, αντιμετώπισε μια μεσαία ομάδα του τουρκικού πρωταθλήματος, δεν συνάντησε κάποιο θηρίο. Ομως στη φάση που βρίσκεται ο Ολυμπιακός δεν είναι έτοιμος για περισσότερα. Διότι βρίσκεται σε μια φάση μετασχηματισμού, από έναν προπονητή που επιδιώκει να τον ανανεώσει και να συνδυάσει την ανανέωση του ρόστερ με την προώθηση νεαρών ποδοσφαιριστών. Προφανώς ο Πάουλο Μπέντο έκανε λάθη, όπως, για παράδειγμα, την επιλογή του Καρντόσο, ο οποίος αποδεδειγμένα δεν είναι πλέον κυνηγός αυτού του επιπέδου. Αλλά σε κάθε λάθος που έκανε ο Πορτογάλος θα συναντήσεις μια λογική ποδοσφαιρική εξήγηση και όχι μια στιγμιαία έμπνευση που δεν πηγάζει από μελέτη και γνώση. Κι όσα λάθη και αν δεχθείς ότι έκανε ο Μπέντο, πώς φτάνεις στο “διώξτε τον”; Πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεις έναν κανονικό προπονητή σαν παπατζή; Ακόμη και αν θεωρείς ότι έχει δόγματα ή και εμμονές στις αντιλήψεις του για την αγωνιστική κατάσταση όσων ποδοσφαιριστών δεν χρησιμοποιεί, είναι δυνατόν να ξεχνάς ποιον Ολυμπιακό παρέλαβε και να μη βάζεις στη ζυγαριά αυτό που κάνει, δηλαδή ότι προσπαθεί να συνδυάσει τον πρωταθλητισμό με την δημιουργία προοπτικής μέσα από την καθιέρωση νεαρών ποδοσφαιριστών; Είναι δυνατόν να μην λαμβάνεις υπόψη ότι λειτουργεί με σχέδιο και δεν κάνει απλώς ότι του κατέβει στο κεφάλι; Είναι δυνατόν να μην βλέπεις ότι εργάζεται προκειμένου να παρουσιάσει μια βελτιωμένη έκδοση την επόμενη σεζόν, σε μια ομάδα με πολλούς νεαρούς ποδοσφαιριστές που διαρκώς θα ανεβάζουν την υπεραξία τους; Είναι δυνατόν να μην λογαριάζεις ότι αυτή η διαδικασία απαιτεί υπομονή και περιέχει πολλές δοκιμασίες και να περιμένεις θαύματα;
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Μπέντο τα κάνει όλα σωστά, ούτε ότι τα έκανε όλα σωστά την Πέμπτη. Είναι όμως αδιανόητο να τυγχάνει τέτοιας αντιμετώπισης η δουλειά του και να σχολιάζεται τόσο υποτιμητικά.
Πηγή: gazzetta.gr