Νέα μελέτη Βρετανών επιστημόνων αποκαλύπτει ότι οι ανθρωπογενείς ρύποι έχουν πλέον φτάσει τις πιο απομακρυσμένες γωνιές της Γης.
Μετά από δειγματοληψία αμφιπόδων από τις Τάφρους των Μαριανών και των Νήσων Κέρμαντεκ στον Ειρηνικό Ωκεανό, που έχουν βάθος πάνω από 10 χιλιόμετρα, η ομάδα του καθηγητή Άλαν Τζέιμισον ανακάλυψε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα έμμονων οργανικών ρύπων, στο λιπώδη ιστό των οργανισμών. Αυτοί περιλαμβάνουν πολυχλωριωμένα διφαινύλια και πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες, που χρησιμοποιούνται συνήθως για ηλεκτρική μόνωση και ως επιβραδυντικά φλόγας.
Η επιστημονική ομάδα από τα πανεπιστήμια του Νιουκάστλ και του Αμπερντίν και το Ινστιτούτο Τζέιμς Χάτον, δήλωσε πως το επόμενο βήμα είναι να κατανοηθούν οι συνέπειες αυτής της μόλυνσης και οι αλυσιδωτές επιπτώσεις για το ευρύτερο οικοσύστημα.
«Σκεπτόμαστε ακόμα ότι τα βάθη των ωκεανών είναι κάτι απομακρυσμένο και παρθένο, ασφαλές από την ανθρώπινη επίδραση, αλλά η έρευνά μας δείχνει ότι, δυστυχώς, αυτό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια», δήλωσε ο Τζέιμισον.«Στην πραγματικότητα, τα δείγματα αμφιπόδων περιείχαν επίπεδα μόλυνσης παρόμοια με μία από τις πιο μολυσμένες βιομηχανικές ζώνες της βορειοδυτικής Ειρηνικού», πρόσθεσε.
«Τα δείγματα αμφιπόδων περιείχαν επίπεδα μόλυνσης παρόμοια με μία από τις πιο μολυσμένες βιομηχανικές ζώνες της βορειοδυτικής Ειρηνικού», υποστήριξε ο καθηγητής Άλαν Τζέιμισον.Από το 1930 μέχρι και την απαγόρευσή τους τη δεκαετία του 1970, τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια έφτασαν τους 1,3 εκατομμύρια τόνους συνολικής παραγωγής.
Οι ρύποι αυτοί ελευθερώνονταν στο περιβάλλον μέσω εργατικών ατυχημάτων, απορρίψεων και διαρροών από τους χώρους υγειονομικής ταφής, αλλά παραμένουν στο περιβάλλον για δεκαετίες καθώς είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί στην φυσική υποβάθμιση.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι ρύποι έφτασαν στην απομακρυσμένη τάφρο μέσω μολυσμένων πλαστικών κομματιών και νεκρών ζώων που βυθίστηκαν στον πυθμένα του ωκεανού, όπου στη συνέχεια καταναλώθηκαν από αμφίποδα και άλλη πανίδα, εισερχόμενοι στην τροφική αλυσίδα.