Το ειδικό προεδρικό διάταγμα του Ντόναλντ Τραμπ για την προσωρινή απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ ταξιδιωτών και προσφύγων από επτά μουσουλμανικές χώρες, βρέθηκε στο επίκεντρο της νομικής διερεύνησης χθες, ενώπιον του αρμοδίου ομοσπονδιακού δικαστηρίου προσφυγών, αναφορικά με το ζήτημα “στοχοποίησης” ξένων πολιτών επί τη βάσει του θρησκεύματος τους.
Στη διάρκεια μιας προφορικής παρουσίασης διάρκειας μιας και πλέον ώρας, ένας δικηγόρος της αμερικανικής κυβέρνησης, προσπάθησε να πείσει τους τρεις δικαστές για τα νομικά επιχειρήματα του Λευκού Οίκου, αλλά και ν’ απαντήσει στην ερώτηση για το αν υπάρχουν αποδείξεις σύμφωνα με τις οποίες οι πολίτες των επτά χωρών με μουσουλμανική πλειοψηφία, αποτελούν πραγματική απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Ο δικαστής Ρίτσαρντ Κλίφτον, που έχει διοριστεί από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, έκανε επίσης σκληρές ερωτήσεις και στο δικηγόρο που εκπροσώπησε τις πολιτείες Μινεσότα και Ουάσιγκτον, οι οποίες έχουν νομικά αμφισβητήσει την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος. Ο Κλίφτον ρώτησε αν η αναστολή εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος που επέβαλε προσωρινά σε παναμερικανικό επίπεδο ομοσπονδιακός δικαστής στο Σιάτλ είχε “ευρύ” χαρακτήρα εφαρμογής ως προς την αναστολή του προεδρικού διατάγματος.
Στο τέλος της διαδικασίας το δικαστήριο δήλωσε ότι θα προχωρήσει στη λήψη απόφασης το συντομότερο δυνατό. Νωρίτερα χθες, το ίδιο δικαστήριο, είχε γνωστοποιήσει ότι θα ανακοινώσει την απόφασή του μέσα στην εβδομάδα, αλλά όχι την ίδια ημέρα με τη διεξαγωγή της ακρόασης.
Νομικοί στις ΗΠΑ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο για την παραπομπή της υπόθεσης αυτής στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ στις 27 Ιανουαρίου απαγόρευσε την είσοδο στις ΗΠΑ ταξιδιωτών από το Ιράν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν, τη Συρία και την Υεμένη για 90 ημέρες, απαγορεύοντας επίσης, την είσοδο σε πρόσφυγες από τις έξι χώρες για 120 ημέρες. Η απαγόρευση εισόδου για τους πρόσφυγες από τη Συρία έχει μόνιμο χαρακτήρα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ υποστήριξε την υπογραφή του προεδρικού διατάγματος τονίζοντας ότι η εφαρμογή του είναι απαραίτητη για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το αναφερόμενο προεδρικό διάταγμα προκάλεσε συνθήκες χάους στα αμερικανικά αεροδρόμια, αλλά και πολλές διαμαρτυρίες εντός και εκτός των ΗΠΑ. Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι αποτελεί διάκριση έναντι των μουσουλμάνων και είναι αντισυνταγματικό επί τη βάσει των προβλέψεων του Συντάγματος των ΗΠΑ.
Ένας ομοσπονδιακός δικαστής στο Σιάτλ, αποφάσισε την προηγούμενη Παρασκευή για την αναστολή εφαρμογής του διατάγματος, δίνοντας την ευκαιρία σε όσους ταξιδιώτες από τις επτά χώρες, είχαν το περιθώριο, να εισέλθουν τελικά σε αμερικανικό έδαφος.
Ο Όγκαστ Φλίντζι που εκπροσώπησε κατά την ακρόαση την αμερικανική κυβέρνηση, ως ειδικός νομικός σύμβουλος για το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ότι: “το Κογκρέσο εξουσιοδότησε τον πρόεδρο των ΗΠΑ να αναστείλει την είσοδο στις ΗΠΑ ορισμένων κατηγοριών ξένων πολιτών. Κι αυτό ακριβώς έκανε ο πρόεδρος,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο νομικός εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης κατά την παρουσίαση των επιχειρημάτων δύο πλευρών, η οποία έγινε προφορικά και τηλεφωνικά και παρουσιάστηκε ζωντανά μέσω διαδικτυακής σύνδεσης (live-stream).
Όταν οι δικαστές ρώτησαν τον Φλίντζι αναφορικά με τις αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να συμπεριληφθούν οι επτά χώρες στο διάταγμα απαγόρευσης εισόδου ως προς την τρομοκρατική απειλή έναντι των ΗΠΑ, ο ίδιος απάντησε ότι: “οι διαδικασίες έγιναν πολύ γρήγορα,” χωρίς ωστόσο, να γνωστοποιήσει περισσότερες λεπτομέρειες και παραδείγματα.
Παράλληλα, υποστήριξε ότι τόσο το Κογκρέσο, όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα είχαν αποφασίσει ότι οι επτά παραπάνω χώρες εντάσσονται στην ομάδα υψηλού ρίσκου για την πραγματοποίηση τρομοκρατικών επιθέσεων στις ΗΠΑ, ενώ στο παρελθόν έχουν επιβληθεί πιο αυστηρές προϋποθέσεις για την έκδοση βίζας. “Δεν είμαι σίγουρος ότι πείθω το δικαστήριο,” ανέφερε χαρακτηριστικά ο Φλίντζι σε ένα σημείο της τηλεφωνική τοποθέτησής του.
Ο Νόα Παρσέλ εκπροσώπησε νομικά την πολιτεία της Ουάσιγκτον ξεκίνησε την τοποθέτησή του παροτρύνοντας το δικαστήριο να λειτουργήσει ως “διαδικασία ελέγχου για προεδρικές παραβιάσεις.” “Ο πρόεδρος ζητάει από το δικαστήριο να αποποιηθεί αυτό το ρόλο ελέγχου, ενώ το δικαστήριο θα πρέπει ν’ απορρίψει αυτό το αίτημα,” πρόσθεσε ο ίδιος.
Οι δικαστές απηύθυναν σειρά ερωτήσεων προς τις δύο πλευρές. Οι ερωτήσεις του Κλίφτον κινούνταν προς την κατεύθυνση παροχής διευκρινήσεων για αποδείξεις ότι το προεδρικό διάταγμα είχε ως πρόθεση να εφαρμόσει διακρίσεις κατά των μουσουλμάνων. “Δε νομίζω ότι οι ισχυρισμοί επαρκούν στο σημείο αυτό,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο δικαστής Κλίφτον απευθυνόμενος στον Παρσέλ.
Αργότερα, ο δικαστής ξαναρώτησε τον Φλίντζι μετά τον ισχυρισμό του, ότι η απόφαση του δικαστή στο Σιάτλ, “στηρίχτηκε σε δημοσιεύματα εφημερίδων.” Ο Κλίφτον αναφέρθηκε σε τηλεοπτικές δηλώσεις του πρώην δημάρχου της Νέας Υόρκης, Ρούντι Τζουλιάνι, που ήταν σύμβουλος του Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και κατά την περίοδο μεταβίβασης της προεδρικής εξουσίας στις ΗΠΑ. Ο Τζουλιάνι φέρεται να είχε δηλώσει ότι ο Τραμπ είχε συζητήσει συμβουλές από τον ίδιο για την εφαρμογή νόμιμης απαγόρευσης κατά των μουσουλμάνων.
“Αρνείστε το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές έγιναν από τον (τότε) υποψήφιο Τραμπ και τους πολιτικούς συμβούλους του και πιο πρόσφατα από τον κ. Τζουλιάνι;” ρώτησε ο Κλίφτον. “Αρνείστε ότι οι δηλώσεις αυτές έγιναν;” επανέλαβε.
Ο Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 είχε εξαγγείλει τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης, κυρίως από το Μεξικό, αλλά και την καταστολή της ισλαμιστικής βίας.