Ένοχοι κρίθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων οι Άρης Φλώρος – Νίκος Δεκόλης για την υπόθεση των εταιριών παρόχων ηλεκτρικού ρεύματος ENERGA και HELLAS POWER.
Ειδικότερα, το δικαστήριο ήδη κήρυξε ενόχους τους εκπροσώπους των δύο εταιριών, βασικούς κατηγορούμενους στην υπόθεση, για κατηγορίες που επισύρουν βαριές ποινές, ενώ απάλλαξε από κάθε κατηγορία έξι από τους κατηγορούμενους.
Με την απόφαση επί της ενοχής, το δικαστήριο έκρινε ενόχους τους Άρη Φλώρο και Νικόλαο Δεκόλη για την κατηγορία της συναυτουργίας σε κακουργηματική υπεξαίρεση με την επιβαρυντική διάταξη περί καταχραστών του Δημοσίου (Ν. 1608/50). Επίσης, για άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση κρίθηκαν ένοχοι οι Στέφανος Σιαφάκας και Αχιλλέας Φλώρος, ενώ για απλή συνέργεια σε υπεξαίρεση κρίθηκε ένοχος ο Βασίλης Μηλιώνης.
Ένοχος για το αδίκημα της λαθρεμπορίας κρίθηκε ο Άρης Φλώρος, ενώ για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα ένοχοι κρίθηκαν οι Άρης Φλώρος Στ. Σιαφάκας και Νικ. Δεκόλης.
Η δίκη για την υπόθεση των δύο παρόχων ηλεκτρικού ρεύματος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2015. Στην δικογραφία που έχει σχηματιστεί αναφέρεται ότι οι εκπρόσωποι των δύο παρόχων, αν και εισέπρατταν από τους πελάτες τους τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και το τέλος ακίνητης περιουσίας, όπως συμβαίνει με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, δεν απέδιδαν τα χρήματα στο Δημόσιο, αλλά «τουναντίον τα παρακράτησαν και τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους» ζημιώνοντας το Δημόσιο με πολλά εκατομμύρια ευρώ, το διάστημα Σεπτεμβρίου 2011 έως Νοέμβριο 2012. Η δίωξη για την υπόθεση είχε ασκηθεί μετά από εισαγγελική έρευνα που είχε διαταχθεί με αφορμή πόρισμα της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, το οποίο διαπίστωνε ότι ποσά που όφειλαν οι δύο εταιρίες στον ΔΕΣΜΗΕ φυγαδεύονταν μέσω εξωχώριων εταιριών σε ελβετικές και άλλες τράπεζες.
Οι κατηγορούμενοι έχουν υποβάλει στο δικαστήριο αίτημα για επιστροφή χρημάτων, προκειμένου να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης, το οποίο θα κριθεί πριν την απόφαση επί των ποινών. Ήδη, η εισαγγελέας έχει προτείνει να απορριφθεί όσον αφορά το αδίκημα της υπεξαίρεσης ως νόμω αβάσιμο και να εφαρμοστεί μόνο για το αδίκημα της λαθρεμπορίας.