Ως «πιστωτικά αρνητική» (credit negative) για τις ελληνικές τράπεζες καθιστά ο οίκος αξιολόγησης Moody’s την καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης μεταξύ της Αθήνας και των θεσμών, όπως τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση.
Οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου τονίζουν η μη συμφωνία για την δεύτερη αξιολόγηση βάζει σε κίνδυνο τα πλάνα αναδιάρθρωσης περιλαμβανομένης και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) κατά περίπου 40% ως το 2019.
Σημειώνεται ακόμα πως, σύμφωνα με τον Moody’s, η έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος είναι κρίσιμη για να αναπτυχθεί η οικονομία την περίοδο 2017-2019 και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και των επενδυτών για την χώρα και το τραπεζικό της σύστημα.
Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης έχει επίκεντρο τη διαφωνία αναφορικά με τη νομοθέτηση μέτρων για μετά τον Αύγουστο του 2018, οπότε τελειώνει το πρόγραμμα. Αυτό αυξάνει το ρίσκο το στρατηγικό πλάνο των τραπεζών να εξωκύλει, δεδομένου ότι η χτυπημένη από την κρίση οικονομία πιθανότατα θα επηρεαστεί αρνητικά από μια πιθανή αναστολή νέων επενδύσεων και την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά. Οι ελληνικές τράπεζες πιέζουν την κυβέρνηση να ολοκληρώσει και να αναθεωρήσει το πλαίσιο για τη διαχείριση του «κακού χρέους».
Σύμφωνα με τα πλάνα αναδιάρθρωσης που ενέκρινε ο SSM, τα NPEs πρέπει να μειωθούν κατά περίπου 40% ως τα τέλη του 2019 ή σε ονομαστικούς όρους στα 67 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019, από 107 δισ. ευρώ το Σεπτέμβριο του 2016. Ο δείκτης NPEs προς δάνεια πρέπει να υποχωρήσει στο 34% από το υψηλό 51% τον Σεπτέμβριο του 2016. Αυτό θα γίνει κυρίως με αναδιαρθρώσεις αλλά και με ρευστοποιήσεις και διαγραφές.
Οι ελληνικές τράπεζες περιμένουν ότι η νομοθέτηση συγκεκριμένων εργαλείων και μεταρρυθμίσεων θα βοηθήσει σε αυτό τον τομέα. Αλλά αυτά έχουν καθυστερήσει καθώς η ολοκλήρωση της αξιολόγησης εκκρεμεί. Κάποια από αυτά τα εργαλεία, θυμίζει η Moody’s, περιλαμβάνουν τον εξωδικαστικό συμβιβασμός, τις αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα, την νομική προστασία τραπεζικών στελεχών που θα εγκρίνουν εταιρικές αναδιαρθρώσεις και τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.
Επιπρόσθετα η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης είναι σημαντική για την ικανότητα των τραπεζών να βελτιώσουν το χρηματοδοτικό τους προφίλ μέσω της αύξησης των καταθέσεων και της μείωσης της εξάρτησης από τον ELA.
Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE την προσεχή άνοιξη εξαρτάται επίσης από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Αυτό πιθανότατα θα αυξήσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των καταθετών και θα πυροδοτήσει εισροές από τα περισσότερα των 15 δισ. ευρώ μετρητών που, σύμφωνα με την εκτίμηση της ΤτΕ, βρίσκονται σε «στρώματα». Μείωση του ELA και αύξηση των καταθέσεων θα βοηθήσουν τις τράπεζες να μειώσουν το κόστος δανεισμού και θα στηρίξουν την κερδοφορία.
Περαιτέρω καθυστερήσεις στη β’ αξιολόγηση δημιουργεί το ρίσκο οι τράπεζες να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν τα προγράμματα αναδιάρθρωσης τόσο σε ότι αφορά την μείωση των NPEs όσο και στην επιστροφή σε κερδοφορία μετά από χρόνια ζημιών. Ένα τέτοιο σενάριο θα έβαζε τις τράπεζες σε περισσότερο ευάλωτη θέση πριν από ένα ακόμα σκληρό γύρο stress test της ΕΚΤ το 2018, αυξάνοντας σημαντικά το ρίσκο για πιστωτές και καταθέτες.