Ελλάδα

Επίθεση Μανιτάκη σε Θάνου για τη συνταξιοδότηση των δικαστών

Σκληρή αναφορά του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης κατά της προέδρου του Αρείου Πάγου.

Την παρέμβαση του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, Αντώνη Μανιτάκη προκάλεσε το ζήτημα με την ενδεχόμενη αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης των δικαστών, με τον κ. Μανιτάκη να εμφανίζεται επικριτικός κατά της προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θάνου για το εν λόγω ζήτημα.

Σε άρθρο του, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης αναφέρει πως η στάση της κ. Θάνου είναι προκλητική και «εκπλήσσει τους νομικούς».

Ο κ. Μανιτάκης υποστηρίζει ότι «η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ενεργεί αγνοώντας προκλητικά το θεμελιώδη νόμο του κράτους και περιφρονώντας απροκάλυπτα την νομοθετική εξουσία».

Διερωτάται επίσης εάν η κ. Θάνου ενεργεί από άγνοια ή πλημμελή γνώση του Συντάγματος» ή «μήπως από ταπεινά προσωπικά κίνητρα και από ανομολόγητη ματαιοδοξία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι».

Επισημαίνει ακόμη ότι «την πολιτική ευθύνη γι’ αυτή την ανεκδιήγητη συμπεριφορά της Προέδρου του Αρείου Πάγου την φέρει ακέραια η κυβέρνηση και το υπουργικό συμβούλιο που την επέλεξαν, πριν δύο χρόνια, μεθοδεύοντας την επιλογή της μεταξύ τόσων άλλων άξιων δικαστών».

Ακολουθεί το πλήρες άρθρο του κ. Μανιτάκη:

«Η πρόταση της Προέδρου του Αρείου Πάγου για παράταση του ηλικιακού ορίου αποχώρησης των ανώτατων δικαστών από το σώμα, και η ταυτόχρονη σύγκληση της Διοικητικής Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου της πολιτικής δικαιοσύνης, εκπλήσσει τους νομικούς και προκαλεί την κοινή γνώμη. Όχι μόνον από άποψη σκοπιμότητας, που είναι ανεξερεύνητη, αλλά κυρίως από την άποψη της συνταγματικής νομιμότητας, που είναι απίστευτη.

Και είναι απίστευτη, διότι προκαλείται από την Πρόεδρο ενός ανώτατου δικαστηρίου, που είναι ταγμένο να προβαίνει σε έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, όταν δικάζει, και να διατυπώνει γνώμη πάνω σε θέματα, βασικά οργάνωσης του δικαστικού σώματος και των δικαστηρίων, ή όταν η κυβέρνηση σχεδιάζει νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την Δικαιοσύνη. Μόνο που εδώ – και αυτό είναι το παράδοξο- συνέρχεται, ξαφνικά και αναπάντεχα, η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για ένα θέμα που αφορά μεν τους δικαστές για ένα ζήτημα συνταγματικής πολιτικής, αγνοώντας όμως προκλητικά τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας, των αρμόδιων θεσμικών παραγόντων και την γνώμη των ειδικών.

Και είναι απίστευτη, επί πλέον, η πρόταση, διότι προτείνει κάτι που είναι αντίθετο εξόφθαλμα σε ρητή και σαφή διάταξη του Συντάγματος, που ορίζει απερίφραστα, στο άρθρο 88 παρ. 5Σ ότι οι δικαστικοί λειτουργοί αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν είτε το 65ο (για τους κατώτερους δικαστές) είτε το 67ο της ηλικίας (για τους ανώτερους). Η διάταξη είναι τόσο σαφής, όσο πιό σαφής δεν γίνεται, τόσο ώστε δεν επιδέχεται καν ερμηνεία.

Αλλά και αν ακόμη, παρόλα αυτά, επιχειρούσαμε να την ερμηνεύσουμε και αφήναμε στην άκρη την γραμματική, και εφαρμόζαμε άλλες ερμηνευτικές μεθόδους, πάλι στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε.

Η ιστορική π.χ. ερμηνεία, η αναζήτηση, δηλαδή, της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Βουλής, δεν αφήνει ούτε αυτή περιθώρια για διαφορετική ερμηνεία. Το ζήτημα του ορίου ηλικίας είχε απασχολήσει διεξοδικά την Ε΄Αναθεωρητική Βουλή του 1975, τόσο στις Επιτροπές όσο και στην Ολομέλεια της Βουλής (Βλέπε, Πρακτικά των συνεδριάσεων των υποεπιτροπών της αναθεώρησης του Συντάγματος, Βουλή των Ελλήνων, 1975, σ. 203-2304 και Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Αναθεωρητικής Βουλής, σ. 603, 624-637). Στο σχέδιο Συντάγματος που είχε καταθέσει η Κοινοβουλευτική Επιτροπή είχε προβλεφθεί ως ανώτατο όριο το 70ό έτος της ηλικίας για τους ανώτατους δικαστικούς. Τελικά, στην Ολομέλεια και μετά από αντιδράσεις πολλών βουλευτών, τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας, που υποστήριζαν την ανάγκη της ηλικιακής ανανέωσης του δικαστικού σώματος, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Στεφανάκης πρότεινε ως συμβιβαστική λύση και ως ανώτατο όριο το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας.

Από τα πρακτικά της Αναθεωρητικής Βουλής προκύπτει, πάντως, αβίαστα ότι η όλη συζήτηση αφορούσε αποκλειστικά και μόνον τα ανώτατα όρια αποχώρησης των δικαστών από την ενεργό υπηρεσία και όχι βέβαια τα κατώτερα.

Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και αν επιχειρούσαμε να εφαρμόσουμε, καταχρηστικά και για τις ανάγκες της συζήτησης, την συστηματική ή την τελεολογική ερμηνεία. Σκοπός της διάταξη είναι να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της πείρας αλλά και της ανανέωσης του δικαστικού σώματος γι΄αυτό και για τους κατώτερους δικαστές μπήκε ως όριο αποχώρησης το 65ο έτος της ηλικίας. Κρίθηκε ότι τα όρια 65 και 67 επέτρεπαν την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ βαθμολογικής εξέλιξης, ανανέωσης του σώματος με νεοεισερχομένους και αξιοποίησης της γνώσης και της εμπειρίας των παλαιοτέρων δικαστών.

Από το 1977, από τότε, δηλαδή, που άρχισε να ισχύει το συγκεκριμένο ανώτατο όριο αποχώρησης των δικαστικών, η σχετική διάταξη εφαρμόστηκε αδιαλείπτως και αδιατάρακτα ως επιταγή συνταγματική που ορίζει το ανώτατο όριο και όχι το κατώτατο υποχρεωτικής αποχώρησης.

Μία ρητή συνταγματική διάταξη δεν είναι δυνατόν, πάντως, να παρακαμφθεί με την επίκληση της αρχής της ισότητας, όπως αναφέρεται στην πρόσκληση της Ολομέλειας, επειδή πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις αναγνωρίζουν σε άλλους κλάδους λειτουργών όρια συνταξιοδότησης μεγαλύτερα των δικαστών. Δεν είναι δυνατόν να μπούν στην ίδια πλάστιγγα προς σύγκριση ρυθμίσεις συνταγματικές ανώτερης ισχύος με ρυθμίσεις νομοθετικές, κατώτερης ισχύος, διότι ως γνωστόν lex superior derogat lex inferiori.

Και ένα τελευταίο ερμηνευτικό επιχείρημα, όχι λιγότερο σημαντικό. Μπορεί να συναχθεί κατ΄ αναλογίαν από την σχετική διάταξη του Συντάγματος, που αφορά τους καθηγητές πανεπιστημίου, που είναι καταλυτικό για την αντίκρουση της πρότασης της Προέδρου του Αρείου Πάγου. Το άρθρο 16 παρ. 6 εδ. 3Σ προβλέπει ότι το ανώτατο όριο ηλικίας των καθηγητών Πανεπιστημίου ορίζεται με νόμο, εωσότου, όμως, εκδοθεί ο νόμος οι καθηγητές αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους. Μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί ο προβλεπόμενος νόμος παρά τις φορτικές πιέσεις προς την πολιτική εξουσία, επί χρόνια, των υπό συνταξιοδότηση καθηγητών. Η νομοθετική εξουσία δεν ενέδωσε ούτε την περίοδο της κρίσης, όταν τα πανεπιστήμια είχαν κυριολεκτικά αποδεκατιστεί από προσωπικό και νέοι διορισμοί δεν γίνονται.

Μπροστά σε αυτήν την αναντίρρητη συνταγματική πραγματικότητα η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ενεργεί αγνοώντας προκλητικά το θεμελιώδη νόμο του κράτους και περιφρονώντας απροκάλυπτα την νομοθετική εξουσία.

Και εύλογα διερωτάται κανείς, γιατί το κάνει; Ενεργεί από άγνοια ή πλημμελή γνώση του Συντάγματος; Δεν θέλω να το πιστέψω για μια ανώτατη λειτουργό της δικαιοσύνης. Ή μήπως από ταπεινά προσωπικά κίνητρα και από ανομολόγητη ματαιοδοξία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι; Αρνούμαι και αυτό να το δεχτώ, διότι είναι σαν να δέχομαι ότι ανώτατοι λειτουργοί της δικαιοσύνης αδιαφορούν για την πλήρη καταρράκωση και τον ευτελισμό, που οδηγείται, τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο οχυρό της Δημοκρατίας. Το μόνο που μας απέμεινε.

Δεν το δέχομαι, γιατί ξέρω ότι υπάρχουν δικαστές στην χώρα αυτή, που θα σηκώσουν, τελικά το βάρος της ιστορικής ευθύνης που του αναλογεί.

Την πολιτική όμως ευθύνη γι’ αυτή την ανεκδιήγητη συμπεριφορά της Προέδρου του Αρείου Πάγου την φέρει ακέραια η Κυβέρνηση και το Υπουργικό Συμβούλιο που την επέλεξαν, πριν δύο χρόνια, μεθοδεύοντας την επιλογή της μεταξύ τόσων άλλων άξιων δικαστών. Μόνο που τα επίχειρα των ατυχών επιλογών της κυβέρνησης δεν τα πληρώνει μόνον η ίδια, αλλά και η χώρα» σημειώνει ο κ. Μανιτάκης.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο