Πρώτο θέμα στα γερμανικά media είναι η επιλογή των σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας (SPD) να επιλέξουν ως υποψήφιο αντίπαλο της Άγκελα Μέρκελ τον Μάρτιν Σουλτς για την καγκελαρία και εν όψει των ομοσπονδιακών εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Ακόμη και η συντηρητική Die Welt δεν θεωρεί απίθανο το ενδεχόμενο ο Σούλτς να μπορέσει την Μέρκελ. Όπως επισημαίνει σε σχόλιό της «αυτό που σήμερα φαντάζει εξωπραγματικό, με δεδομένα τα ποσοστά του SPD που δεν ξεπερνούν το 20%, θα μπορούσε, στην πορεία του χρόνου, να προβάλει ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Αυτό ακριβώς είναι το στοίχημα του SPD, που δεν θα μπορούσε να το κερδίσει ο (μέχρι σήμερα πρόεδρος του κόμματος) Ζίγκμαρ Γκάμπριελ θέτοντας υποψηφιότητα για την καγκελαρία».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Rheinische Post του Ντίσελντορφ σημειώνει: «Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ αποχωρεί από την ηγεσία του κόμματος και δεν θέτει υποψηφιότητα για την καγκελαρία. Αυτή η είδηση αποτελεί έκπληξη για πολλούς. Αλλά έχει μία λογική και προσφέρει μία ευκαιρία στο SPD».
Το SPIEGEL, στην ηλεκτρονική του έκδοση, επισημαίνει ότι με την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Σουλτς, οι σοσιαλδημοκράτες έπιασαν εξαπίνης την καγκελάριο Μέρκελ. «Είναι σαφές ότι το SPD ωφελείται από τον αιφνιδιασμό. Η απελευθερωτική κίνηση του Γκάμπριελ, μπορεί να δώσει κίνητρο στους σοσιαλδημοκράτες. Αν αυτό αρχίσει να αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες μέχρι σήμερα είναι απογοητευτικές (για τους σοσιαλδημοκράτες), ίσως αρχίσει να επικρατεί νευρικότητα στο στρατόπεδο της χριστιανοδημοκρατίας. Και αυτό σε μία ευαίσθητη συγκυρία: από τότε που προέκυψε η προσφυγική κρίση, η Μέρκελ δεν μπορεί να αισθάνεται 100% σίγουρη για τη στήριξη της κοινοβουλευτικής της ομάδας».
«Φρέσκια αύρα» για τους σοσιαλδημοκράτες; Μπορεί ο Μάρτιν Σουλτς να οδηγήσει τους σοσιαλδημοκράτες στη νίκη; Στις αδυναμίες του μελλοντικού υποψηφίου των σοσιαλδημοκρατών εστιάζει η Frankfurter Allgemeine: «Ο Σουλτς δεν έχει να επιδείξει εμπειρία στην ηγεσία του κόμματος, ούτε στην εσωτερική πολιτική. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως μειονέκτημα. Στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα, κανείς δεν θα μπορεί να τον κατηγορήσει ότι ασκεί κριτική σε πολιτικές αποφάσεις, για τις οποίες ήταν συνυπεύθυνος ως υπουργός. Μπορεί λοιπόν ο Σουλτς να φέρει μία φρέσκια αύρα, την οποία χρειάζεται επειγόντως το SPD».
Με ένα παρόμοιο σκεπτικό η Freie Presse από το Κέμνιτς της ανατολικής Γερμανίας σημειώνει: «Ο Σουλτς ποτέ δεν συμμετείχε σε κυβέρνηση Μέρκελ. Συνεπώς δεν φέρει καμία ευθύνη για τον «μεγάλο συνασπισμό». Αυτή η απόσταση είναι και το μεγάλο πλεονέκτημα του Σουλτς απέναντι στον Γκάμπριελ για τον επικείμενο προεκλογικό αγώνα. Επιπλέον, ο Σουλτς αποτελεί και τη μοναδική ρεαλιστική ελπίδα του SPD. Αυτό το αντιλαμβάνεται πλέον και ο Γκάμπριελ. Η αποχώρησή του προσέφερε μία υπηρεσία στο κόμμα του. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας».
Σκεπτικισμό για τον Σουλτς, αλλά και για γενικότερα για τις διεργασίες στο στρατόπεδο των σοσιαλδημοκρατών, εκφράζει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt: «Από την εποχή που οι σοσιαλδημοκράτες επέβαλαν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπό την ηγεσία του Γκέρχαρντ Σρέντερ το κόμμα παραμένει διχασμένο, αναζητώντας ένα καινούριο DNA. Το ότι ο Γκάμπριελ σε αυτή τη φάση, κατάφερε να παραμείνει πάνω από έξι χρόνια στην ηγεσία του κόμματος, αποτελεί ήδη ένα μικρό θαύμα. Ο Μάρτιν Σουλτς καλείται τώρα να επιτύχει ένα ακόμη μεγαλύτερο θαύμα, δηλαδή μία νίκη στις βουλευτικές εκλογ