Το πλανητοχώρι σου βοά. Ο Άρης σε έχει πάρει στο κατόπι με τις αλητοπαρέες του και σε καταδιώκουν δαίμονες δικοί σου μα και ξένοι που δεν τους έχεις ξαναδεί. Κι όπως τους θωρείς να ξεπηδούν φρέσκοι από τα βάθη της αβύσσου σου, λουφάζεις και συρρικνώνεσαι στην έσχατη άμυνά σου. Στον τοίχο σου.
Κουλουριάζεσαι μπροστά στη σιωπή του, ένα στρατιωτάκι ακούνητο, αμίλητο κι αγέλαστο, μα τίποτα δεν μοιάζει με το παιχνίδι των παιδικών σου χρόνων. Κάθεσαι, μετρώντας τις πληγές του και τα πεθαμένα του συνθήματα. Κάθε σχισμή κι ένα φόβος σου, κάθε ραγάδα κι ένας συμβιβασμός σου.
Τίνος όμως είναι αυτός ο τοίχος; Λες πως είναι καταδικός σου μα η αλήθεια είναι πως είσαι ο κατάδικος του. Δεν είναι ούτε της καρδιάς σου, ούτε της χαράς σου. Επάνω του είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα το τρίπτυχο που σε καταδιώκει: Ενοχή, υποταγή, κακομοιριά.
Πιάστηκες στην παγίδα του «ρεαλισμού» των εξουσιαστών σου. Δήθεν αδυσώπητα πρέπει και δόλια διοχετευμένες πεποιθήσεις σε έριξαν σε λήθαργο. Αρχίζεις μάλιστα να πιστεύεις για τα καλά ότι αυτή είναι η φυσική σου θέση και λατρεύεις σαν θεό την ασφαλή ρουτίνα σου, Πιασμένος σε δόκανο έπαψες πια να δημιουργείς, να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις. Ακόμη κι οι αγάπες σου έγιναν της σειράς, «ασφαλείς» και μετρημένες, χωρίς μοίρασμα, παρά μόνον με την συντροφιά των συμφερόντων σου. Η καρδιά σου ίσα που ανασαίνει, για να λες ότι ζεις.
Μπορεί να συγκινείσαι ακόμη από εξωτικές περιπέτειες και δράματα, μα όταν τύχει να μπούνε στην ζωή σου τα αποδιώχνεις βιαστικά γιατί τρέμεις μήπως χαλάσουν τη βολή σου. Τότε θυμάσαι να μετρήσεις τον πόνο της απελευθέρωσης σου, που στο μυαλό σου ζυγίζει περισσότερο από την ίδια την ελευθερία σου.Όχι λες, είμαι μια χαρά εδώ, ασφαλής στα ριζά του γκρίζου και μουντού τοίχου μου!Μέχρι που κάποια ημέρα όπως η σημερινή γίνεσαι ένα με τη θλίψη του, γίνεσαι ένας πέτρινος άνθρωπος.Δεν σου αξίζει αυτό κι ίσως ήρθε η στιγμή να το ξανασκεφτείς.Εσύ φτιάχνεις την τύχη σου κι αν δεν με πιστεύεις δες πώς μπορεί να γίνει αυτό:Πρώτα ονειρεύεσαι και φτιάχνεις τον τοίχο σου όπως θα τον ήθελες.
Να, εκεί στο σκάσιμο που χάσκει ο σοβάς, ζωγραφίζεις ένα ροζ χαμόγελο. Ύστερα κι άλλο ένα πράσινο, μπλε, κίτρινο μαβί, πορτοκαλί… Φτιάχνεις έναν κήπο από χαμόγελα και χρώματα κι αρχίζεις να βλέπεις αυτά που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσες αδύνατα.Βλέπεις τα χρώματα να κυλάνε σαν το γάργαρο νερό μιας πηγής και να σε τυλίγουν με την ζωντάνια τους.Παραθύρια ανοίγονται εκεί που πριν βασίλευε το αδιέξοδο. Το τρίπτυχο της καταδίκης σου γίνεται κομμάτια κι ανατέλλει η ανάσα σου.Παιδιά παίζουν ανέμελα στις αλέες της ευτυχίας τους. Αγόρια και κορίτσια κυνηγούν τα όνειρα τους. Να κι ένα δικό σου ξεχασμένο…Ένα νεαρό ζευγάρι χαίρεται τον έρωτα του. Φιλιούνται και αγγίζονται, παραδομένοι στην χειμαρρώδη έξαψη τους. Σοκάρεσαι;, Μα κάποτε ήσουν κι εσύ εκεί…
Ένας ξωμάχος σκύβει με στοργή πάνω σε ένα ταλαίπωρο γατί. Λίγο γάλα έναντι γουργουρητού, τόσο απλό, τόσο ευτυχισμένο.Βλέπεις πεινασμένους να χορταίνουν κι απόκληρους να βρίσκουν μια γωνιά αγάπης.Ευχές να χορεύουν κρατώντας το μαντίλι της πραγμάτωση τους.Μια κατακόκκινη καρδιά σου γνέφει: Έλα κι εσύ!
Διστάζεις, με ρωτάς αν σε ευνοούν τα άστρα, μα να ξέρεις ότι οι ουρανοί τρέφονται από την δική σου φαντασία και καθρεφτίζουν τις προθέσεις σου.Κι αφού δώσεις ψυχή στον τοίχο σου, τότε θα δεις με έκπληξη να ανοίγει σαν τις φυλλωσιές που παραμερίζουν στον άνεμο. Έπεσε, εξαερώθηκε, εξαφανίστηκε, μαζί με τον φοβισμένο εαυτό σου.