Του Αλέξανδρου Βέλμαχου
Γεγονός της ημέρας για τη Βρετανία αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ομιλία της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέσα Μέι στην Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων του βρετανικού κοινοβουλίου που είναι προγραμματισμένη για το μεσημέρι της Τρίτης.
Σε αυτή αναμένεται να φανεί το κατά πόσο η Βρετανίδα πρωθυπουργός επιθυμεί να τραβήξει στα άκρα την κόντρα του Λονδίνου με την Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω στην αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ και στο κατά πόσο η Ντάουνινγκ Στριτ θα επιλέξει να υιοθετήσει το δόγμα του «σκληρού Brexit», επιλογή που φαίνεται να ενισχύεται μετά από τη συντονισμένες αναφορές της κυβέρνησης Μέι με τον νέο πρόεδρου των ΗΠΑ Ντόναλτ Τραμπ.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο σειρά υπουργών της Μέι έβαλε κατά της ΕΕ σε ασυνήθιστα -μέχρι την περασμένη εβδομάδα- επίπεδα.
Από τον υπουργό Οικονομικών, Φίλιπ Χάμοντ που δήλωσε πως αν η ΕΕ δεν υποσχεθεί πως η Βρετανία θα έχει κάποια από τα οφέλη της κοινοτικής αγοράς, τότε το Λονδίνο δε θα διστάσει να διαφοροποιήσει εντελώς την οικονομία της Βρετανίας ακόμα και με τρόπους που θα μπορούσαν να βλάψουν την ΕΕ, όπως η μεγάλη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων προς άγρα προσέλκυσης ευρωπαϊκών εταιριών .
«Ο βρετανικός λαός δεν πρόκειται να υποκύψει και να δεχθεί αυτή την κατάσταση» υπογράμμισε ο Χάμοντ, στέλνοντας αυστηρή προειδοποίηση προς την Κομισιόν.
Ακολούθησε ο ευρωσκεπτικιστής και υπεύθυνος υπουργός για το Brexit, Ντέιβιντ Ντείβις, που ανέφερε πως «ένα με ελεγχόμενο Brexit θα μπορούσε να σημάνει μεγαλύτερο κίνδυνο για την οικονομία της ΕΕ απ’ότι της Βρετανίας».
Κλείνοντας τις ηχηρές παρεμβάσεις από τα στελέχη της κυβέρνησης Μέι, ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον δεν συνυπέγραψε την Κυριακή το πόρισμα 70 χωρών που συμμετείχαν σε σύνοδο στο Παρίσι για το Παλαιστινιακό, σε μια κίνηση που ήταν πρώτη εδώ και πολλά χρόνια στην οποία η Βρετανία διαφοροποιείται από τις χώρες της ΕΕ σε τόσο υψηλό διπλωματικό επίπεδο.
Το «χαρτί» Τραμπ
Οι παραπάνω κινήσεις δείχνουν πως για πρώτη φορά μετά από το δημοψήφισμα που οδήγησε στο Brexit, το Λονδίνο θεωρεί πως έχει βρει ένα σύμμαχο που θα πιέσει τις Βρυξέλλες στο να χάσουν το καλύτερο φύλλο που διέθεταν εδώ και μήνες στο θέμα της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ένωση. Και αυτό το χαρτί φέρει το όνομα του νέου Αμερικανού προέδρου Ντόναλτ Τραμπ, ο οποίος τη Δευτέρα προχώρησε σε μπαράζ δηλώσεων υποστηρίζοντας με θέρμη την επιλογή του Brexit από τη μία και ασκώντας εντονότατη κριτική στην ΕΕ από την άλλη.
Μάλιστα, οι χθεσινές δηλώσεις του Τραμπ κατά της ηγέτιδας της μεγαλύτερης δύναμης της ΕΕ, Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ για την κρίση του προσφυγικού, δεν μπορεί να θεωρηθούν πως έρχονται σε τυχαίο timing με την ένταση της αντι – ΕΕ ρητορικής που ξεκίνησε από το Λονδίνο.
Τυχαία επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί και μια σειρά δημοσιευμάτων από αμερικανικά media που έκαναν λόγο για το κατά πόσο οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις του με τη Βρετανία. Και αυτό όταν το μεγαλύτερο «αγκάθι» που προβληματίζει την κυβέρνηση της Μέι είναι τα προβλήματα που θα προκαλέσει στη οικονομία της χώρας η αποχώρηση από την κοινοτική αγορά λόγω του Brexit.
Σίγουρα οι επιχειρηματικοί κύκλοι του Λονδίνου θα ήταν πιο αισιόδοξοι αν γνώρισαν πως αυτό που μπορεί να χάσουν από τις Βρυξέλλες θα μπορούσαν να το βρουν από την Ουάσινγκτον…
Μένοντας στο μέτωπο της οικονομίας, από την Κομισιόν είναι βέβαιο πως δε θα ήθελαν να χάσουν το Citi του Λονδίνου, το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ηπείρου.
Ακόμα, υπάρχουν και τα περί τα 3 εκατ. Ευρωπαίων πολιτικών που μένουν στη Βρετανία, στέλνοντας δεκάδες εκατ. ευρώ ανά μήνα στις χώρες μέλη της Ένωσης.
Οι σχέσεις στο τρίγωνο Λονδίνο – Ουάσινγκτον – Βρυξέλλες αναμένεται να μπερδευτούν ακόμα περισσότερο όσο πλησιάζουν πιο κοντά οι κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις σε Ολλανδία – Γαλλία – Γερμανία και η διαφαινόμενη άνοδο των ακροδεξιών και ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, κυρίως σε Γαλλία και Γερμανία.
Η συνεργασία που φαίνεται να αναπτύσσεται μεταξύ της Μέι και του Τραμπ για τον περιορισμό της ισχύς της ΕΕ θα επηρεάσει και τις εξελίξεις στο εσωτερικό των κομμάτων.
Ήδη, από τη Δευτέρα, το ακροδεξιό «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) έδειξε πως θα αξιοποιήσει τις αναφορές του Τραμπ κατά της Άγκελα Μέρκελ.