Καλά τα συστήματα, καλές οι τακτικές, καλές οι προσωπικότητες, αλλά για να νικήσεις αυτά τα ματς πρέπει να έχεις χαρακτήρα και η αλήθεια είναι πως αυτό τον χαρακτήρα του «μπαίνω στο παρκέ και νικάω» τον διαθέτει πλέον ο Ολυμπιακός περισσότερο απ’ ό,τι τον διαθέτει τα τελευταία χρόνια ο Παναθηναϊκός. Μια ομάδα που θέλει, που προσπαθεί, που έχει ταλέντο και ίσως το καλύτερο ρόστερ στη μετά-Ομπράντοβιτς εποχή, αλλά χρειάζεται να φάει ψωμιά ακόμη για να ανακτήσει το «δολοφονικό ένστικτο» που την έκανε κυρίαρχη, που της έδινε αυτό το ψυχολογικό αβαντάζ, πριν καν γίνει το τζάμπολ.
Ο Ολυμπιακός ήταν δίκαιος νικητής γιατί ήξερε πως να πετύχει αυτό που θέλει. Σε μια βραδιά με τους Σπανούλη και Πρίντεζη φανερά επηρεασμένους από την αποχή, ο Σφαιρόπουλος βρήκε άσους στο μανίκι, πήρε λύσεις την κατάλληλη χρονική στιγμή από τον εκπληκτικό Παπαπέτρου, τον πολύ καλό Γκριν, ακόμη και τον… ψαρωμένο Γουότερς κι έφτασε σε μια νίκη, βασιζόμενος στο δυνατό του σημείο, την άμυνα.
Από την άλλη, διαφωνώ πλήρως με όσους θεωρούν ότι ο Πασκουάλ δεν εμφανίστηκε έτοιμος ή δεν έκανε σωστή διαχείριση στο ΣΕΦ. Κι εξηγώ: Για 30 λεπτά ο Παναθηναϊκός έπαιξε όσο στοχευμένα δεν έχει παίξει τα τελευταία τρία χρόνια σε παιχνίδι απέναντι στον Ολυμπιακό. Διαβάζω και ακούω τα περί «έλα μωρέ, ένας εναντίον ενός και προσωπικές ενέργειες», αναφέροντας τις περιπτώσεις του Ρίβερς και του Τζέιμς, λες και δεν ήταν στοχευμένη επιλογή του Παναθηναϊκού να πάει στο ένας εναντίον ενός μ’ αυτούς τους δύο παίκτες.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι «πράσινοι» χτίστηκαν το καλοκαίρι με αυτά τα «υλικά», τα «υλικά» του γρήγορου, του μοντέρνου, του αθλητικού μπάσκετ που έχει αρκετό «ένας εναντίον ενός», ακόμη περισσότερη προσωπική ενέργεια και πολλές φορές βιασύνη που οδηγεί σε λάθη.
Δύο επιλογές έχει ένας προπονητής που αναλαμβάνει μεσούσης της περιόδου: Ή θα αντικαταστήσει όλους τους παίκτες ή θα προσπαθήσει να πάρει το καλύτερο από τον καθέναν. Το καλύτερο για παράδειγμα στην περίπτωση του Τζέιμς είναι να του βγάλει plays για ένας εναντίον ενός και στην περίπτωση του Ρίβερς να του δώσει τρία σκριν για να πάρει το σουτ στο «φτερό». Με λίγα λόγια, ο Παναθηναϊκός για 30 λεπτά πήγε σ’ αυτές τις δύο επιλογές, γιατί όλες οι άλλες στοχεύσεις έπεσαν στο κενό.
Παραδείγματα:
Πρώτη ολόσωστη επιλογή του Πασκουάλ να εκμεταλλευτεί τα μις ματς του Τζεντίλε, να βάλει στην πλάτη του τους κοντύτερους γκαρντ του Ολυμπιακού και να φτάσει στο καλάθι. Το δοκίμασε τέσσερις φορές στο ξεκίνημα, ισάριθμες ο Ιταλός έφτασε φάτσα σχεδόν με το καλάθι, απέτυχε και τις τέσσερις. Οταν επανήλθε στο παρκέ στο δεύτερο ημίχρονο δοκίμασε ξανά, απέτυχε τόσο εμφατικά που δεν είχε κουράγιο ο ίδιος να παραμείνει στο παρκέ.
Δεύτερη ολόσωστη επιλογή του Πασκουάλ να αντιτάξει ύψος και μυαλό στην ενέργεια του Μπιρτς. Ρίχνει στο παρκέ τον Μπουρούση, ζητάει να αδειάσει η ρακέτα για παιχνίδι ένας εναντίον ενός, αλλά ήταν τόσο κακός ο διεθνής σέντερ του Παναθηναϊκού που δεν χωράει καν συζήτηση για το τι πέτυχε και τι δεν πέτυχε τελικά.
Με λίγα λόγια, οι επιλογές του προπονητή κρίνονται και από την απόδοση των παικτών. Δουλειά του προπονητή είναι να βγάλει τον παίκτη ελεύθερο για να σουτάρει ή να φτιάξει τις επιλογές εκείνες που θα ταιριάζουν στα χαρακτηριστικά των παικτών που έχει στα χέρια του. Ας κάνουμε λοιπόν ένα rewind στα πρώτα 30 λεπτά του παιχνιδιού κι ας δούμε πόσα στοχευμένα πράγματα δοκίμασε ο Ισπανός και πόσα απ’ αυτά κατέληξαν στο καλάθι.
Τώρα, το να μπούμε στη διαδικασία αν έπρεπε να παίξει περισσότερο ο Καλάθης και λιγότερο ο Τζέιμς ή αν έπρεπε να δοκιμάσει τον Τζεντίλε για μεγαλύτερο διάστημα, νομίζω πως είναι λιγότερο ουσιαστικά σε σχέση με την συνολική εικόνα των δύο ομάδων και του πώς «χτίστηκαν» το περασμένο καλοκαίρι.
Από ‘κει και πέρα, είναι τουλάχιστον παράλογο να τα ακούει ο Καλάθης για την κακή εμφάνιση στο ΣΕΦ. Οχι ένα, αλλά 10 άσχημα ματς δικαιούται μέσα στη σεζόν, πόσω μάλλον όταν παίζει σ’ αυτούς τους εξοντωτικούς ρυθμούς από τον Οκτώβριο μέχρι σήμερα. Η μεγάλη απογοήτευση ήταν ο Γιάννης Μπουρούσης, μάλλον ο μοναδικός παίκτης που διαθέτει το ρόστερ του Παναθηναϊκού που μπορεί να δώσει το κάτι διαφορετικό απ’ αυτό το γρήγορο και πολλές φορές βιαστικό που επιλέχθηκε το καλοκαίρι.
Ο διεθνής σέντερ θα έπρεπε να είναι το σημείο αναφοράς, θα έπρεπε η παρουσία του στο παρκέ να σηματοδοτεί και την προσπάθεια του Παναθηναϊκού να μεταφέρει την μπάλα κοντά στο καλάθι. Πώς όμως να το πετύχεις, όταν μοιάζει να πέφτει σε τοίχο απέναντι στον Γιανγκ, όταν δεν μπορεί να παίξει ένας εναντίον ενός με το δυνατό του σημείο, την πλάτη στον αντίπαλο, όταν τα λάθη του καταλήγουν σε αιφνιδιασμό του αντιπάλου;
Με λίγα λόγια, ο Παναθηναϊκός είναι μια ομάδα που θα ζήσει και θα πεθάνει με την έμπνευση, το ταλέντο, την αθλητικότητα, την ταχύτητα και τη βιασύνη όσο δεν τον βοηθάει η εμπειρία και η οξυδέρκεια του Μπουρούση. Στα ματς που τελειώνει με μονοψήφιο αριθμό λαθών θα έχει συχνά – πυκνά το πάνω χέρι, σε ματς που κάνει 15 λάθη κι έχει απέναντί του μια ομάδα που τιμωρεί θα έχει το πάνω χέρι ο αντίπαλος.
Ο Ολυμπιακός σε αντίθεση με τον Παναθηναϊκό αυτό που ξέρει να κάνει το κάνει ΑΡΙΣΤΑ. Μια ομάδα που ΟΛΑ αρχίζουν και τελειώνουν από την άμυνά της. Δεν πάει να παίζει χωρίς βασικούς παίκτες, δεν πάει να έχει σε κακή μέρα τον Σπανούλη και τον Πρίντεζη, θα βρει τον τρόπο να πάει το παιχνίδι στα μέτρα του μέσα από τον χαρακτήρα που έχει χτίσει και την άποψη πως πάνω απ’ όλα είναι η άμυνα.
Ο Ολυμπιακός μπορεί στην κακή του μέρα να κολλήσει στους 65 πόντους, αλλά ξέρεις και ξέρει κι ο αντίπαλος πως θα φέρει το παιχνίδι στα μέτρα του, θα τον κατεβάσει στους 64 πόντους κι ακόμη κι αν δεν νικήσει θα παλέψει μέχρι τέλους στην κακή του μέρα.
Δύο φορές του έδωσε ο Παναθηναϊκός την ευκαιρία, ισάριθμες τον «καθάρισε», με αποκορύφωμα βεβαίως αυτά τα 135 δευτερόλεπτα της απουσίας του Ρίβερς που έγινε το 10-0. Αντίθετα, όσες φορές οι «πράσινοι» βρήκαν μπόσικο τον Ολυμπιακό, όχι μόνο δεν κατάφεραν να τον τελειώσουν, αλλά με την αδυναμία να το πράξουν σε έκαναν να νιώθεις πως δίνουν πάτημα στον αντίπαλο για να το πιστέψει.
Πλέον ο Ολυμπιακός έχει το «πάνω χέρι» για να μπει στην πρώτη τετράδα που δίνει το πλεονέκτημα. Ο ρεαλιστικός στόχος πλέον του Παναθηναϊκού είναι η είσοδος στην 6άδα κι ελπίζει σε κάτι περισσότερο στο γεγονός ότι η φετινή Ευρωλίγκα έχει πολλά ματς και είναι απρόβλεπτη.
πηγή: sdna.gr