Μόνο την τελευταία πενταετία-εξαετία η Μπενφίκα έχει πωλήσει (…να δω πόσους θα θυμηθώ και πόσους, άλλους, θα ξεχάσω) τον Ντι Μαρία και τον Φάμπιο Κοεντράο στη Ρεάλ, Μάτιτς/Ραμίρες/Νταβίντ Λούιζ στην Τσέλσι, τον Μάρκοβιτς στη Λίβερπουλ, Ροντρίγκο/Πέρες/Αντρέ Γκόμες στη Βαλένθια, τον Ιβάν Καβαλέιρο και τον Μπερνάρντο Σίλβα στη Μονακό, τον Γαράι και τον Βιτσέλ στη Ζενίτ, τον Ομπλακ και τον Γαϊτάν στην Ατλέτικο, τον Ρενάτο Σάντσες στη Μπάγερν, τον Χάβι Γαρθία στη Μάντσεστερ Σίτι, τον Καρδόσο στην Τραμπζονσπόρ, τον Λίμα κάπου στην Αραβία. Α, και τον Ρομπέρτο, τον τερματοφύλακα, στη Σαραγόσα. Κανονικά, με τέτοιο ξεπούλημα, θα έπρεπε να έχει καταστραφεί…
Καταστράφηκε, όλ’ αυτά τα χρόνια; Κατ’ ουσίαν, είναι ακριβώς τα χρόνια στη ροή των οποίων προσπέρασε την Πόρτο. Η Πόρτο πήρε το τελευταίο πρωτάθλημα, το 2013. Με τον Βίτορ Περέιρα, προπονητή. Και τους Κολομβιανούς. Τον Τζάκσον Μαρτίνες να τα βάζει, τον Τζέιμς Ροδρίγες να κινεί τα νήματα. Το 2014, το πήρε η Μπενφίκα. Το 2015, το πήρε η Μπενφίκα. Το 2016, το πήρε η Μπενφίκα. Το 2017, η Μπενφίκα είναι στην pole position να το ξαναπάρει.
Επιπλέον τα ίδια αυτά χρόνια, πράγμα που είχε να τους συμβεί από το 1990, επανήλθαν σε ευρωπαϊκούς τελικούς. Στο δε Ντα Λουζ, η ρουτίνα των εντός έδρας αγώνων είναι ένας μέσος όρος περίπου 50.000 εισιτηρίων. Η Μπενφίκα προσπέρασε την Πόρτο όταν οργανώθηκε, με τον Ρούι Κόστα διευθυντή, κι έγινε ένα πιο ισχυρό selling club απ’ το ισχυρό selling club Πόρτο.
Η πώληση είναι timing/τίμημα/προορισμός. Οποιος είναι, όταν είναι, για όσα είναι, για όπου είναι. Η Λέστερ, τα 25 εκατομμύρια της Αρσεναλ για τον Βάρντι, αφού δεν τα πήρε το περασμένο καλοκαίρι, δεν θα τα βρει πουθενά και ποτέ ξανά. Και μετά; Μετά, έρχεται το τρίπτυχο scouting/ακαδημία/προπονητής. Υπό σταθερή διεύθυνση, υπό σταθερή διοίκηση. Στη Μπενφίκα, όλο αυτό το διάστημα, το μόνο που άλλαξε, και μία φορά μονάχα, ήταν ο προπονητής. Εφυγε ο Ζορζ Ζέζους (στην αγαπημένη του Σπόρτιγκ), αντικαταστάθηκε απ’ τον Ρούι Βιτόρια. Αντικαταστάθηκε, στοχευμένα. Όχι με όνομα, απέξω. Με εκείνον, ένδον της Πορτογαλίας, που ο διευθυντής έκρινε κατάλληλο να υποστηρίξει την ομαλή συνέχεια του πλάνου.
Δουλεύουμε, πουλάμε, βρίσκουμε ή βγάζουμε τους επόμενους, ξαναπουλάμε, πορευόμαστε. Εάν ο ΠΑΟΚ φιλοδοξεί να προσπεράσει τον Ολυμπιακό, ο μακρύς δρόμος (ιδίως τώρα που το έσοδο του Τσάμπιονς Λιγκ στην Ελλάδα έχει γίνει πιο μακρινό, και εντελώς αβέβαιο, λίγο ως πολύ για όλους) είναι να γίνει ένα πιο ισχυρό selling club από το κυρίαρχο selling club. Με ένα διευθυντή. Με ένα, ανά τριετία τουλάχιστον, προπονητή.
Βιεϊρίνια, Σταφυλίδης, Λούκας Πέρεθ, Μακ, η περίπτωση του Γκάρι Ροντρίγκες. Ο ΠΑΟΚ, λίγο-λίγο, πάει να χτίσει κάτι σε προφίλ selling club. Φυσικά, ακόμη απέχει αρκετά από Μανωλά, Σάμαρη, Μήτρογλου, Μασουάκου, Φέισα, Χολέβα, Μιραλάς, Τοροσίδη, Πουλίδο, Φετφατζίδη κ.λπ. Ο ΠΑΟΚ άνοιξε μερικές πόρτες, μένουν πολλές περισσότερες (και πολύ πιο μεγάλες) για ν’ ανοίξει.
Σιγά-σιγά. Βασικό είναι ότι ο Ιβάν Σαββίδης επενδύει σ’ αυτό και διαθέτει απόθεμα για να περιμένει το αποτέλεσμα. Δείχνει να έχει αυτό που λέμε μακρά πνοή, κατά νου. Άλλο αν, καθ’ οδόν, μπορεί να χάνεται σε επιλογές διευθυντών και προπονητών. Κάποτε, θα δοκιμάσει, θα δοκιμάσει, θα δοκιμάσει, δεν μπορεί, θα τους…πετύχει. Θα το βάλει σε μια σειρά.
Πηγή: sdna.gr