Νέους νόμους, που θα αναγκάζουν τις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και τις μηχανές αναζήτησης, όπως το Google, να αναλαμβάνουν πιο ενεργό ρόλο στον έλεγχο για παράνομη διάδοση της ρητορικής του μίσους στις ιστοσελίδες τους εξηετάζει η γερμανική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με δημοσίευμά της βρετανικής εφημερίδας The Guardian, τα μέτρα που εξετάζει η κυβέρνηση Μέρκελ περιλαμβάνουν τη δημιουργία ειδικών συστημάτων για την καταγραφή καταγγελιών, ενώ οι εταιρείες θα υποχρεούνται να δημοσιεύουν τον αριθμό αυτών.
Στις διαδικτυακές πλατφόρμες που δεν πληρούν αυτές τις νομικές απαιτήσεις θα επιβάλονται πρόστιμα βάσει του παγκόσμιου κύκλου των εργασιών τους ή θα αντιμετωπίζουν χρηματικές ποινές έως και 500.000 ευρώ για την αποτυχία τους να διαγράφουν από τα δίκτυά τους εντός 24 ωρών αναρτήσεις που υποθάλπουν το μίσος.
Στη Γερμανία, η οποία έχει ορισμένους από τους πιο αυστηρούς νόμους που αφορούν στη ρητορική μίσους, η απογοήτευση της κυβέρνησης τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί σημαντικά, αφού οι εταιρείες τεχνολογίας φαίνεται πως δεν παίρνουν σοβαρά την ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύεται στις ιστοσελίδες τους.
Μία ειδική ομάδα, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους της Google, του Facebook και του Twitter και είχε συσταθεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης Χάικο Μας το φθινόπωρο του 2015, είχε δεσμευτεί πως κύριος στόχος της θα ήταν η διαγραφή παράνομων αναρτήσεων εντός 24 ωρών.
Ωστόσο, σε κυβερνητική έκθεση, η οποία δημοσιεύτηκε στα τέλη του Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, διαπιστώνεται ότι οι εταιρείες τεχνολογίας δυσκολεύονται σημαντικά στην έγκαιρη και επαρκή αντίδρασή τους στις παραβιάσεις του νόμου, με το Facebook να διαγράφει το 46% των παράνομων αναρτήσεων, το YouTube το 10% και το Twitter μόλις το 1%.
“Εξετάζουμε ήδη λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι πάροχοι των διαδικτυακών πλατφορμών θα φέρουν ποινική ευθύνη για το περιεχόμενο που δεν έχει διαγραφεί και το οποίο παραβιάζει το γερμανικό δίκαιο. Φυσικά, εάν άλλα μέτρα δεν λειτουργήσουν θα πρέπει να σκεφτούμε επίσης και το ενδεχόμενο των προστίμων. Αυτό θα αποτελούσε ισχυρό κίνητρο για γρήγορη δράση”, ανέφερε σε δηλώσεις του στη βρετανική εφημερίδα The Observer ο Γερμανός υπουργός Δικαιοσύνης