Δικαιούνται οι δικαστικοί λειτουργοί την άδεια ανατροφής παιδιού, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2511/2016 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Όπως σημειώνεται, η σχετική διάταξη νόμου που θέτει προϋποθέσεις για τη χορήγησή της, είναι αντίθετη στο άρθρο 21 του Συντάγματος, που προστατεύει τη μητρότητα και την παιδική ηλικία.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας δικαίωσαν γυναίκα πρωτοδίκη των Διοικητικών Δικαστηρίων, που δεν της χορηγήθηκε η άδεια ανατροφής τέκνου.
Αναλυτικότερα, με το νόμο 4055/2012 προστέθηκε στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, η παράγραφος 24, η οποία αναφέρει: «Αν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο δικαστικός λειτουργός δεν δικαιούται να κάνει χρήση της άδειας ανατροφής παιδιού, εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ο σύζυγος του δικαστικού λειτουργού ανίκανος να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού».
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Δικαιοσύνης απέρριψε το αίτημα της πρωτοδίκου για χορήγηση άδειας 9μηνών, με αποδοχές, για την ανατροφή του τέκνου της.
Η δικαστής επανήλθε, με το επιχείρημα ότι ο σύζυγος είναι συνταξιούχος και ότι πάσχει από τενοντίτιδα, αλλά οι υπηρεσίες του υπουργείου Δικαιοσύνης δεν απάντησαν στη νέα αίτηση της μητέρας πρωτοδίκου, η οποία προσέφυγε στα δικαστήρια.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας, Σπυριδούλα Χρισικοπούλου, έκρινε ότι η αίτηση της πρωτοδίκου να της χορηγηθεί άδεια ανατροφής τέκνου, η οποία απορρίφθηκε “‘κατ’ επίκληση της αντισυνταγματικής διάταξης της παραγράφου 24 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, δεν είναι νόμιμη”, ως αντισυνταγματική.
Η αντισυνταγματικότητα της επίμαχης ρύθμισης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, κλπ ανάγεται -σύμφωνα με τους δικαστές- στο άρθρο 21 του Συντάγματος, που “αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας και θέτει τη μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του κράτους” και προσθέτουν ότι η συνταγματική αυτή επιταγή, σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, “απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίζει ρυθμίσεις για τη χορήγηση άδειας με σκοπό την ανατροφή των τέκνων των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι δικαστικοί λειτουργοί”.
Ακόμη, η υποχρέωση αυτή απορρέει και από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί αρχή του ενωσιακού δικαίου περί “συμφιλιώσεως της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής”, καταλήγει η Ολομέλεια του ΣτΕ.