Όταν το ΑΚΡ κέρδισε πρώτη φορά τις εκλογές το 2002, ο Ερντογάν ήρθε στην Αθήνα και έκανε τολμηρές εξαγγελίες. Μίλησε για νέα σελίδα στα ελληνοτουρκικά, προκαλώντας την οργή των στρατηγών και του βαθέως κεμαλικού κράτους. Ακόμα, μίλησε για τη βούλησή του να λυθεί το Κυπριακό, στη βάση του βελγικού μοντέλου. Τάραξε τον μακαρίτη Ντενκτάς και έδωσε θάρρος στον Ακκιντζί που τότε βρισκόταν στο περιθώριο της τουρκοκυπριακής πολιτικής σκηνής. Στη συνέχεια, εφήρμοσε στην Τουρκία εκδυτικιστικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν τον πολιτικό ρόλο του στρατού. Με άλλα λόγια, έδειξε ότι το πολιτικό Ισλάμ δεν απειλεί το κοσμικό κράτος.
Ο δυτικόστροφος Ερντογάν του τότε δεν έχει καμία σχέση με τον σημερινό μεγαλοϊδεάτη σουλτάνο. Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, κυριαρχεί πλήρως στο εσωτερικό της Τουρκίας και διεκδικεί για τη χώρα ρόλο περιφερειακής δύναμης σταθερότητας. Ο ίδιος φαίνεται διατεθειμένος να κάνει τα πάντα, προκειμένου να πετύχει τον πολιτικό του στόχο: να μεταβάλει την Τουρκική Δημοκρατία σε προεδρική και να καταστεί στην τουρκική ιστορική συνείδηση ως ισότιμος ή ανώτερος του Ατατούρκ. Η Συνθήκη της Λωζάνης πιστώθηκε ως ιστορική νίκη στο δίδυμο Κεμάλ-Ινονού. Για δεκαετίες αποτελούσε έμβλημα της κεμαλικής παράδοσης. Σήμερα, η αποδόμηση του ιερού «κεμαλικού» κειμένου της Λωζάνης, αποδεικνύει ότι στην Τουρκία του Ερντογάν δεν μπορεί ο πατέρας του έθνους να είναι ούτε ο Ατατούρκ ούτε κάποιος άλλος. Ο πατέρας του έθνους πρέπει να είναι πλέον ο Ερντογάν. Γι’ αυτό και στις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες ο Ατατούρκ αναφέρεται συχνά ως Μουσταφά Κεμάλ, δηλαδή ως ένας κανονικός άνθρωπος με ονοματεπώνυμο.
Όμως, μελετώντας βαθύτερα την αναθεωρητική ρητορική του Ερντογάν, αντιλαμβανόμαστε ότι αποτελεί ταυτόχρονα ομολογία ανησυχίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Στο εσωτερικό μέτωπο, τα οικονομικά προβλήματα καραδοκούν. Η λίρα υποτιμάται, οι ξένες επενδύσεις έπεσαν 54% από τις αρχές του έτους, η ανεργία αυξήθηκε στο 11,3% και η συναίνεση που δημιουργήθηκε μετά το πραξικόπημα, εξανεμίστηκε: πρώτον, εξαιτίας των διώξεων βουλευτών του HDP και, δεύτερον, λόγω του πρωτοφανούς νομοσχεδίου που νομιμοποιούσε τους παιδικούς βιασμούς σε περίπτωση γάμου. Έτσι, ο αναθεωρητισμός λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στα εσωτερικά ζητήματα, αυξάνοντας την πολιτική επιρροή στα συντηρητικά εθνικιστικά ακροατήρια. Άλλωστε έχει ανάγκη των ψήφων του Μπαχτσελί για την αλλαγή του πολιτεύματος.
Στο εξωτερικό μέτωπο, η ρητορική Ερντογάν δείχνει ανησυχία για την επόμενη μέρα στη Συρία και την πιθανή ισχυροποίηση του κουρδικού στοιχείου. Οι αναφορές στη Λωζάνη και στα διλήμματα του τύπου «συρρίκνωση ή επέκταση» θυμίζουν στη διεθνή κοινότητα, και κυρίως στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, το προληπτικό δικαίωμα της Τουρκίας να επέμβει στο Ιράκ και τη Συρία για να προλάβει εξελίξεις στο Κουρδικό.
Ιστορικά, οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας περνούν από το Κυπριακό, το οποίο βρίσκεται στην κρισιμότερη φάση του. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης κινείται με υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Όλος ο ελληνισμός τον στηρίζει στην προσπάθειά του για εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης.
Εκτιμώ ότι χρειάζεται αναπροσαρμογή της εξωτερικής μας πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Για χρόνια, το διεθνές κλίμα ήταν ευεπίφορο για να χαράξουμε μια συγκεκριμένη πολιτική: ότι η στρατηγική μας για τη γείτονα είναι η πλήρης ένταξη στην Ε.Ε., εφόσον πληρούνται τα κριτήρια Κοπεγχάγης. Αυτή η στρατηγική δεν μπορεί να σταθεί, τουλάχιστον επί του παρόντος, διότι έχουμε απέναντί μας μια διαφορετική Τουρκία.
Επομένως, η Ελλάδα οφείλει να επαναχαράξει τη στρατηγική της, με την παραδοχή ότι το ευρωπαϊκό χαρτί της Τουρκίας είναι πια αδύναμο. Χρειαζόμαστε μια εθνική στρατηγική που θα βασίζεται στα νέα δεδομένα. Για να το καταφέρουμε, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου οφείλουν να συνεννοηθούν. Και σε αυτό το πεδίο την πρωτοβουλία την έχει η κυβέρνηση, αν ενδιαφέρεται για μια μακρόπνοη στρατηγική που θα αναδεικνύει το σημαντικό γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας, ως πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή και δεν θα την οδηγεί σε απομονωτισμό.