Την απάντηση του στις επικρίσεις της ΝΔ σχετικά με τον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση την πώληση του ΔΕΣΦΑ στην SOCAR, δίνει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ειδικότερα, το υπουργείο θέτει θέμα μη συμμόρφωσης των αζέρων με το κοινοτικό πλαίσιο, εντοπίζοντας ως βασική αιτία της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της συμφωνίας τις αντιρρήσεις εκ μέρους της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Καταλογίζει, μάλιστα, την πλήρη ευθύνη στην προηγούμενη κυβέρνηση και σημειώνει:
“Στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να προσελκύσουν επενδυτές παραβιάζοντας το κοινοτικό δίκαιο; Ή μήπως οι μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζονται αφορούν τελικά την αλλαγή των κοινοτικών κανόνων;”.
Συγκεκριμένα η ανακοίνωση του υπουργείου αναφέρει τα εξής:
“Τις τελευταίες ημέρες πλήθος στελεχών της ΝΔ, περιλαμβανομένου του προέδρου της, κατηγορούν την κυβέρνηση για τον τρόπο που χειρίστηκε την πώληση του ΔΕΣΦΑ στην SOCAR. Ο κ. Μητσοτάκης έκανε μάλιστα λόγο για “μεταρρύθμιση, που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία για να βγούμε από την κρίση” και υποστήριξε ότι «η κυβέρνηση διώχνει, αντί να προσελκύει επενδυτές”.
Στην πραγματικότητα η υπόθεση του συγκεκριμένου διαγωνισμού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των χειρισμών της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, της οποίας ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε βασικό στέλεχος.
Υπενθυμίζουμε ότι βασική αιτία της μεγάλης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της συμφωνίας ήταν οι αντιρρήσεις που εξέφρασε η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp), καθώς με βάση τους κοινοτικούς κανόνες θα πρέπει να διαχωρίζεται ο παραγωγός από τον διαχειριστή του δικτύου διανομής. Συνεπώς η πώληση του 66% ήταν πλέον αδύνατη και η εταιρεία θα έπρεπε να γίνει μέτοχος μειοψηφίας με νέους εταίρους.
Αντίθετη με τους κοινοτικούς κανόνες ήταν και η απόφαση της τότε κυβέρνησης να αυξήσει κατά 68% τα τέλη δικτύου, προσφέροντας “προίκα” 200 εκατ. ευρώ στον ΔΕΣΦΑ. Το καλοκαίρι, ο πρώην υπουργός Ενέργειας, Πάνος Σκουρλέτης, ενσωμάτωσε την κοινοτική οδηγία σχετικά με τον Κανονισμό Τιμολόγησης, που προβλέπει μικρότερη αύξηση των τελών αλλά και πλήρη ασφάλεια στους επενδυτές για τους κανόνες υπολογισμού κόστους και κερδών στο μέλλον.
Στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να προσελκύσουν επενδυτές παραβιάζοντας το κοινοτικό δίκαιο; Ή μήπως οι μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζονται αφορούν τελικά την αλλαγή των κοινοτικών κανόνων;”