Της Βούλας Μαλαίνου
Χωρίς προσδοκίες, δίχως σοβαρές εναλλακτικές και με την ήττα των «δημοσκοπήσεων» στην πλάτη της κυβέρνησης, η ελληνική πλευρά εισέρχεται στο σημερινό Eurogroup, έχοντας «προετοιμάσει» τους επικοινωνιακούς ελιγμούς, σε περίπτωση έκτακτων πολιτικών εξελίξεων και προσβλέποντας έστω σε staff level agreement, τεχνική δηλαδή συμφωνία, η οποία θα έπρεπε ήδη να είχε «κλειδώσει» στο EWG την περασμένη Δευτέρα, τέλη του Νοεμβρίου.
Η σημερινή συνεδρίαση στιγματίζεται από τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, οι οποίες οδηγούν τον Ματέο Ρέντσι εκτός εξουσίας και τον Πιερ Κάρλο Παντοάν στο “τιμόνι” της Ιταλίας.
Προσερχόμενος στο συμβούλιο των ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης στις Βρυξέλλες, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ κατέβασε στον “πάτο” τις όποιες αξιώσεις της Αθήνας, μεταφέροντας το ορόσημο για συνολική συμφωνία με μπόνους το χρέος για πολύ αργότερα. “Δεν περιμένω ότι σήμερα θα φτάσουμε σε μία ολοκληρωμένη συμφωνία για τη μείωση του ελληνικού χρέους”, είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Eurogroup.
Ο ίδιος πρόσθεσε πως δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για κρίση στην Ευρωζώνη μετά το αποτέλεσμα του ιταλικού δημοψηφίσματος και πρόσθεσε πως μερικές ιταλικές τράπεζες έχουν ζητήματα, αλλά όχι ολόκληρος ο τραπεζικός τομέας της Ιταλίας. Ο πρόεδρος του Eurogroup σημείωσε πάντως πως η πολιτική αστάθεια καθιστά την κατάσταση πιο περίπλοκη για την Ιταλία και την ευρωζώνη.
Από την πλευρά του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έστειλε ακόμα ένα ηχηρό μήνυμα για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ανεξαρτήτως των διαβουλεύσεων για την πορεία του δημοσιονομικού χρέους. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δήλωσε πως “η Ελλάδα χρειάζεται να γίνει και πάλι ανταγωνιστική και να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών”.
Σχετικά με τις εξελίξεις στην Ιταλία μετά από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ο Σόιμπλε ανέφερε πως “πρέπει να είμαστε ήρεμοι για την Ιταλία. Δεν υπάρχει λόγος για ευρωκρίση μετά από το δημοψήφισμα”.
Ερωτηθείς για το μέλλον της Ιταλίας, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ σημείωσε ότι “πρέπει να συνεχιστούν οι οικονομικές πολιτικές που εφάρμοζε η κυβέρνηση του Ρέντσι”.
«Θα εξετάσουμε πόσο κοντά είμαστε σε Staff Level Agreement. Νομίζω ότι έγινε σημαντική πρόοδος και οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζονται στην Ελλάδα», δήλώσε προσερχόμενος ο Γάλλος Επίτροπος.
“Θα συζητήσουμε πρώτα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα και θα ακούσουμε τον ESM. Νομίζω ότι θα κάνουμε καλή πρόοδο”, είπε ο Πιερ Μοσκοβισί.
Όπως είπε ο ίδιος, εν συνεχεία θα μιλήσουμε για τους μεσοπρόθεσμους στόχους στο πλεόνασμα. «Πρέπει να είναι απαιτητικοί αλλά και αξιόπιστοι», τόνισε.
“Τρίτον, θα μιλήσουμε με το ΔΝΤ για την παραμονή του στο πρόγραμμα, στην οποία πιστεύω”, δήλωσε ο Γάλλος Επίτροπος.
«Νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε καλή πρόοδο. Καθώς η Ελλάδα κάνει τις μεταρρυθμίσεις και αυτό που πρέπει από την πλευρά της και οι εταίροι της πρέπει να κάνουν το ίδιο», κατέληξε ο Μοσκοβισί.
Πρόταση take it or leave it από τους εταίρους
Οι δανειστές θα παρευρεθούν στην αίθουσα με κοινό «μέτωπο», όπως προανήγγειλε και ο Πιερ Μοσκοβισί, έχοντας βέβαια πρώτα «χτίσει» τη στρατηγική τους σε απανωτές συναντήσεις του Washington Group και των «σκληροπυρηνικών» ΥΠΟΙΚ του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, λίγο πριν την κρίσιμη συνεδρίαση στις Βρυξέλλες.
Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα από το εξωτερικό η κοινή «γραμμή» θα συγκεντρώνεται σε μία πρόταση “take it or leave it” προς την Αθήνα, που σημαίνει αυτομάτως μηδέν περιθώρια ελιγμών για την ελληνική πλευρά.
Η πρόταση αυτή θα βασίζεται στην κοινή παραδοχή ότι το ΔΝΤ «ωφελεί» τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, καθώς σε διαφορετική περίπτωση ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα κληθεί να πείσει τους Γερμανούς φορολογουμένους ότι η Ελλάδα δεν είναι ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Το Ταμείο από την άλλη, το οποίο δε στο σημερινό συμβούλιο θα εκπροσωπείται από τον Πολ Τόμσεν και όχι από την Κριστίν Λαγκάρντ, κρατά ακόμη κλειστά τα χαρτιά του ως προς τις προθέσεις του συνέχιση του χρηματοδοτικού του ρόλου στο πρόγραμμα της Αθήνας ή οριστική αποχώρηση από αυτό. Έχει όμως αποκαλύψει και τις νέες του «ορέξεις», εν μέσω διαφωνίας με την Κομισιόν, οι οποίες δεν είναι άλλες από τη λήψη και νέων, πολύ σκληρών μέτρων ύψους 4,2 δις. ευρώ, τα οποία οδηγούν την κυβέρνηση, αν αποδεχτεί αυτόν τον όρο με αντάλλαγμα το χρέος και τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα, στην υπογραφή και τέταρτου μνημονίου.
Η Κομισιόν, η οποία πάντα παίζει το ρόλο του «διαιτητή» στα μεγάλα παζάρια, διαφωνεί με το ΔΝΤ τόσο ως προς το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων όσο και ως προς τη ρύθμιση του χρέους, γεγονός που καθιστά την ένταξη του Ταμείου στο πρόγραμμα σε δύσκολη εξίσωση.
Πιο αναλυτικά, το Ταμείο θέλει μια κεντρική συμφωνία, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονται και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, καθώς και μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Προτείνει, λοιπόν, τρία μέτρα φωτιά, τα παρακάτω:
-Την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στις υφιστάμενες κύριες συντάξεις, οι οποίες μετά τον επανυπολογισμό που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου παραμένουν υψηλότερες από τις νέες με αποτέλεσμα να μειωθούν κατά 30%.
-Τη μείωση του αφορολόγητου ορίου κάτω από το σημερινό όριο των 8.600 ευρώ, στις 5.000 ευρώ και την κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών.
-Την αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων στο 10% του συνόλου των εργαζομένων για τις μεγάλες επιχειρήσεις και την κατάργηση της δυνατότητας «βέτο» από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι το Ταμείο ζητεί το πακέτο των μέτρων 4,2 δις. ευρώ να νομοθετηθεί από τώρα. Το ερώτημα, που «γεννάται», είναι, τί θα πράξουν οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι προτείνουν να καταγραφούν τα μέτρα, ωστόσο να μην νομοθετηθούν σήμερα. Πάντως, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να απέρριψε και αυτή την πρόταση.
Πληροφορίες από τις Βρυξέλλες λένε ότι «στήνεται» plan B, για την περίπτωση που τελικά το Ταμείο αποφασίσει να μη μετέχει στο πρόγραμμα. Όπως λένε οι πληροφορίες, η ευρωπαϊκή πλευρά θα κληθεί να ξανασχεδιάσει την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) και λαμβάνει υπόψη και αυτή την παράμετρο.
Πάντως, σε μία προσπάθεια η Ευρωπαίοι να πείσουν το ΔΝΤ να εισέλθει στο πρόγραμμα, θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα «γύρω στο 2% του ΑΕΠ μετά το 2018», κάτι που όμως ίσως συναντήσει αντίσταση από κάποια κράτη-μέλη.
Κατά το περασμένο Σαββατοκύριακο Αθήνα και δανειστές βρίσκονταν σε ανοιχτή επαφή, πραγματοποιώντας τηλεδιασκέψεις, με την ελληνική πλευρά να έχει θέσει ως στόχο μέχρι το Eurogroup να έχει κλείσει όλες τις εκκρεμότητες-έστω και στο πόδι-στο 95%,κ έτσι ώστε να υπάρξει τεχνική συμφωνία, αφού το «αφήγημα» Τσίπρα για συνολική «κατέρρευσε», πριν καν πείσει σε εσωτερικό και εξωτερικό. Οι πληροφορίες δεν είναι και οι καλύτερες.
Τα «αγκάθια» των εργασιακών και του δημοσιονομικού κενού του 2018 παραμένουν στην τελική ευθεία προς το συμβούλιο των ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης, ενώ πληροφορίες του www.pagenews.gr λένε ότι μεγάλο «χάσμα» χωρίζει τις δύο πλευρές και όσον αφορά το ενεργειακό μέτωπο και συγκεκριμένα τις δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας ΝΟΜΕ, ενώ «σάλος» έχει προκληθεί με το «ναυάγιο» της ιδιωτικοποίησης του 66% του ΔΕΣΦΑ, το οποίο αποτελεί και προαπαιτούμενο, με όλες τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν στην εκ νέου έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας.
Πάμε σε νέο ορόσημο…
Όπως δείχνουν οι εξελίξεις και όπως προμηνύουν τα μηνύματα από το εξωτερικό, το ορόσημο της 5ης Δεκεμβρίου έχει ήδη χαθεί και τώρα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα τα δίνει όλα για ένα έκτακτο Eurogroup μέσα στο τρέχοντα μήνα, στο οποίο προσανατολίζονται και οι δανειστές… με στόχο τη σύναψη πολιτικής συμφωνίας.
Η Αριστερά μεταφέρει χρονικά το deadline για το “αφήγημα” του Αλέξη Τσίπρα, “βαφτίζοντας” μάλιστα και τον Δεκέμβριο, ως το μήνα-σταθμό για τις οικονομικές και κατά συνέπεια και πολιτικές εξελίξεις.
Η… παράταση αυτή δίνεται με βάση και το “σήμα” των θεσμών, καθώς στο συμβούλιο των ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης δεν αναμένονται αποφάσεις για την Αθήνα, γεγονός που καθυστερεί περαιτέρω την αξιολόγηση.
Το «μαύρο σενάριο»
Η κυβέρνηση ανησυχεί ότι ο Σόιμπλε θα τα παίξει όλα για όλα, ώστε η δεύτερη αξιολόγηση να τραβήξει και άλλο χρόνο, με σκοπό να μην υπάρξουν άμεσα αποφάσεις για το χρέος.
Αν αυτό το σχέδιο δεν αποδώσει τα αναμενόμενα, εκφράζονται φόβοι ότι ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ δεν θα διστάσει –προκειμένου να σταματήσει τις απαιτήσεις ΔΝΤ και ελληνικής κυβέρνησης για μια σημαντική ελάφρυνση του χρέους– να επαναφέρει στο τραπέζι των συζητήσεων την πρόταση, που είχε διατυπώσει το περασμένο καλοκαίρι, για να εκβιάσει την υπογραφή του τρίτου μνημονίου από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Η πρόταση αυτή είναι: αν η Ελλάδα χρειάζεται μια μεγάλη ελάφρυνση χρέους, επειδή δεν μπορεί να είναι συνεπής με τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, μπορεί να έχει μια μεγάλη ελάφρυνση, εφόσον συμφωνήσει να αποχωρήσει από την ευρωζώνη!
Άλλωστε, ο ίδιος ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ επανέφερε τα σενάρια περί Grexit μόλις ένα 24ωρο πριν το Eurogroup. Ερωτηθείς κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στην εφημερίδα Bild, αν είναι καιρός να ειπωθεί στους γερμανούς ψηφοφόρους ότι μια απομείωση του ελληνικού χρέους είναι αναπόφευκτη, ο ίδιος απάντησε ότι «αυτό δεν θα βοηθούσε την Ελλάδα».
«Η Αθήνα πρέπει σε τελευταία ανάλυση να εφαρμόσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Εάν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στο ευρώ, δεν υπάρχει τρόπος να παρακαμφθεί αυτό, ανεξαρτήτως του επιπέδου του χρέους», συνέχισε ο Σόιμπλε.
Το δίλημμα 4ο μνημόνιο ή κάλπες
«Ούτε εμείς ούτε καμία κυβέρνηση θα πάρει μέτρα 4,2 δις. ευρώ’, τόνισε αξιωματούχος της κυβέρνησης Τσίπρα, δήλωση, η οποία αφήνει σοβαρές αιχμές για… πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όσο και αν το Μαξίμου «ξορκίζει» την εκλολογία. Το μπρα ντε φερ κυβέρνησης και Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αθήνας και δανειστών θυμίζει κάτι από… προεκλογική εκστρατεία.
Στην Ηρώδου Αττικού τα σύννεφα έχουν “πυκνώσει” και οι εξελίξεις αποδεικνύουν περίτρανα πως τί και αν ο Αλέξης Τσίπρας ανακάτεψε την τράπουλα, αλλάζοντας χέρια στα κρίσιμα χαρτοφυλάκια καθ΄υπόιδειξη της τρόικας, ο ανασχηματισμός δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία πρόφαση για να κρατηθούν οι εσωκομματικές ισορροπίες, σε περίπτωση που η ώρα της κάλπης σημάνει νωρίτερα.
Πολιτικοί παράγοντες, παρακολουθώντας τις εξελίξεις, τονίζουν πως ο κ. Τσίπρας δεν αποκλείεται να πάρει σύντομα την απόφαση να προσφύγει στις κάλπες, γι’ αυτό και στήνει τώρα τη στρατηγική του, έτσι ώστε τουλάχιστον να διατηρήσει τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιοπρεπή επίπεδα, την ώρα που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να “σαρώνει” σε όλα τα σημεία και τον πρωθυπουργό να χάνει όλο και περισσότερο έδαφος.
Η στιγμή για να κάνει ο κ. Τσίπρας εκλογές, είναι η καταλληλότερη, αναφέρουν πολιτικοί αναλυτές, επισημαίνοντας πως εάν ο ίδιος χάσει και το τελευταίο του επικοινωνιακό “χαρτί”, το οποίο είναι η διευθέτηση του χρέους, δεν είναι καθόλου απίθανο να θελήσει να “δραπετεύσει” από την εξουσία, επικαλούμενος τις “τρικλοποδιές”, που έβαλαν οι εταίροι σε χώρα και κυβέρνηση, ώστε να μην ορθοποδήσουν. Σε κάθε περίπτωση, οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στους ευρωπαϊκούς κόλπους για το χρέος κρίνουν τις εξελίξεις.
Ο ΕSM, το ΔΝΤ και ο «κόφτης»
Μείωση του ελληνικού χρέους κατά 21,8 ποσοστιαίες μονάδες έως το… 2060, προβλέπει η νέα δέσμη μέτρων που θα συζητηθεί στο Eurogroup. Όπως έχει γράψει το www.pagenews.gr, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα έχουν κλειδώσει στο μεγαλύτερο μέρους τους και αφορά τη ρύθμιση και αφορούν περίπου 55 δισ. δάνεια ή το 16% του συνολικού χρέους ή το 21% των δανείων που έχουν χορηγήσει οι δανειστές πλην των ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες, έντοκα κ.α..
Τα βασικά βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος αφορούν στα εξής:
-Επιμήκυνση 4-5 χρόνια
-Μείωση επιτοκίων με μεσοσταθμικό επιτόκιο 1,3% με 1,45%
-Εκδόσεις swaps
-Μετατροπή των 27,5 δισεκ. ομολόγων EFSF σε μακροπρόθεσμα ομόλογα.
Ο ESM προτείνει σταθερό επιτόκιο για ορισμένα ομόλογα, όπως και επέκταση της ωρίμανσης. Προτείνονται μέτρα, που μπορούν να μειώσουν το φορτίο του χρέους της Ελλάδας κατά περίπου ένα πέμπτο έως το 2060. Οι σωρευτικές επιπτώσεις των μέτρων αυτών θα μειώσουν το 2060 την αναλογία του χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά 21,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ΔΝΤ από την πλευρά του αναγνωρίζει την αποτελεσματικότητα των βραχυπρόθεσμων μέτρων, θα εντοπίζει την ανεπάρκειά τους για να χαρακτηριστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο μακροπρόθεσμα, αλλά “θα συνεργαστεί με την Ευρωζώνη” για μια αποτελεσματική πλατφόρμα μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα καλύπτει αυτή την ανεπάρκεια και η οποία θα πρέπει να ενεργοποιηθεί μετά το 2018.
Η ελληνική πλευρά, πέραν του να κλείσει τη β’ αξιολόγηση, θα πρέπει να δεσμευτεί με την αποδοχή ενός μηχανισμού ανάλογου με τον υφιστάμενο “κόφτη” για τη διασφάλιση των πρωτογενών πλεονασμάτων και μετά το 2018, τουλάχιστον μέχρι και το 2022.