Του Αλέξη Ρωμανού
Πολλοί εκτιμούν ότι στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου ή σε ένα… εμβόλιμο Eurogroup ίσως στις 18 Δεκεμβρίου θα κριθεί το πολιτικό σκηνικό των επομένων μηνών στην Ελλάδα.
Μία αποτυχία των διαπραγματεύσεων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Κι αυτό διότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να αντέξει πολιτικά νέο πρόγραμμα, συνεπώς και 4ο μνημόνιο, σε περίπτωση που μετά το 2018 και τη λήξη του υπάρχοντος προγράμματος, δεν καταφέρει η χώρα να σταθεί στα πόδια της.
Το Μαξίμου δείχνει “μουδιασμένο” μπροστά στην αρνητική τροπή, που έχουν πάρει οι διαβουλεύσεις για το χρέος και την αξιολόγηση. Το άγριο ξέσπασμα του Ευκλείδη Τσακαλώτου κατά του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων αρηχγών μάλλον “ξένισε” το ευρύ κοινό, όχι τόσο για την επιχειρηματολογία και τη φρασεολογία του ΥΠΟΙΚ, αλλά κυρίως για τη συγκυρία, αφού η Αριστερά είχε επιμελώς καλλιεργήσει την εντύπωση ότι όλα βαίνουν καλώς, οδεύοντας στο κρίσιμο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Από τις δηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα, αλλά και από τις επίσημες ή ανεπίσημες τοποθετήσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, έχει γίνει σαφές ότι οι Ευρωπαίοι θα “παίξουν” στο ρυθμό του Βερολίνου, ήτοι θα κρατήσουν πάση θυσία το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα δηλαδή ο συμβιβασμός Ευρωπαίων- Ταμείου μπορεί να έχει μόνο έναν χαμένο: την Αθήνα!
Για να κρατήσουν το ΔΝΤ στο… παιχνίδι, ο Σόιμπλε πρώτα και οι άλλοι Ευρωπαίοι εν συνεχεία θα επιμείνουν στο να παραμείνει ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα δημοσιονομικό κενό, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί από την Αθήνα με νέα μέτρα.
Η αντιπαράθεση ΔΝΤ- Γερμανίας
Στις συμπληγάδες της αντιπαράθεσης ΔΝΤ-Γερμανίας για τους δημοσιονομικούς στόχους και τα μέτρα, που θα χρειαστούν μετά το 2018, βρίσκεται παγιδευμένη η κυβέρνηση, που επιδιώκει μια γενική πολιτική συμφωνία για αξιολόγηση και χρέος στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι για να υιοθετήσει το ΔΝΤ ένα νέο πρόγραμμα τριετούς διάρκειας για την Ελλάδα, θα πρέπει να προσδιοριστεί ο στόχος για το πλεόνασμα του 2019, δηλαδή ο νέος μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος, τον οποίο θα κληθεί να επιτύχει η Ελλάδα, αφού θα έχει φθάσει, το 2018, σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Πηγές του οικονομικού επιτελείου έχουν ξεκαθαρίσει ότι η Αθήνα επιμένει πως πρέπει να μειωθεί ο στόχος πολύ χαμηλότερα από το 3,5%, στο 2-2,5%, κάτι που μπορεί να γίνει, όπως εκτιμά η κυβέρνηση, χωρίς να χρειαστούν δραστικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία θα έφερναν σε δύσκολη θέση τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Όμως, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ επιμένει στη διατήρηση του στόχου πάνω από 3% και, σε κάθε περίπτωση, ξεκαθαρίζει ότι νέα συζήτηση για το θέμα μπορεί να γίνει μόνο προς το τέλος του παρόντος προγράμματος, δηλαδή το νωρίτερο στα τέλη του 2017. Μετά τις γερμανικές εκλογές.
Αυτό τον φέρνει σε αντιπαράθεση με το ΔΝΤ, το οποίο θεωρεί ότι το σημερινό πρόγραμμα είναι συνεπές με έναν στόχο για πλεόνασμα πολύ χαμηλότερο, της τάξεως του 1,5%, και ότι, εάν η Ευρώπη επιμείνει σε υψηλότερο στόχο, θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να δεσμευθεί εκ των προτέρων για πρόσθετα μέτρα, που θα οδηγούν με ασφάλεια στην επίτευξή του.
Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός, που βλέπει και τα ποσοστά του να “κατρακυλούν” στις δημοσκοπήσεις, κατεβάζει στον “πάτο” τον πήχη των προσδοκιών για μία πολιτική συμφωνία στο επικείμενο συμβούλιο των ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης, ενώ σύσσωμη τώρα η κυβέρνησή του μεταφέρει το ορόσημο στον… Ιανουάριο, καθώς οι χρονικοί στόχοι δεν βγαίνουν με τίποτα.