Πέρα από την ανάδειξη νέου προέδρου μεταξύ της Χίλαρι Κλίντον και του Ντόναλτ Τραμπ, οι Αμερικανοί έχουν ξεκινήσει ήδη να ψηφίσουν και για τα δύο ανώτερα σώματα του Κογκρέσου, τη Γερουσία και τη βουλή των Αντιπροσώπων.
Για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της φετινής γενικής προεκλογικής εκστρατείας, οι εκλογές στη Γερουσία βρέθηκαν στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος, καθώς οι δύο πολιτικές παρατάξεις των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, στόχευσαν ρεαλιστικά στο Κογκρέσο, εκπροσωπώντας ο κάθε σχηματισμός τις δικές του, πολιτικές σκοπιμότητες.
Στο Μισούρι, ο Δημοκρατικός Τζέισον Κάντερ, αποτελεί ουσιαστική πολιτική πρόκληση έναντι του Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή Ρόι Μπλαντ, ενώ στην Πενσιλβάνια, η Δημοκρατική Κέιτι Ματζίντι απειλεί τον Ρεπουμπλικάνο Γερουσιαστή, Πατ Τούμι.
Από την άλλη μεριά, ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Τζον Μακέιν από την Αριζόνα (προεδρικός υποψήφιος το 2008) και ήρωας του πολέμου στο Βιετνάμ, που εκλέγεται στη Γερουσία για 30 χρόνια, ότι προηγείται στις δημοσκοπήσεις με ουσιαστικό προβάδισμα επανεκλογής.
Σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής, η Γερουσία υπό τη νέα της σύνθεση θα ορκιστεί στις 3 Ιανουαρίου, ανεξάρτητα από το πιο πολιτικό κόμμα έχει την πλειοψηφία. Οι γερουσιαστές θα κληθούν να αποφασίσουν για το διορισμό νέου ανώτατου δικαστή.
Παράλληλα, ο έλεγχος του ενός ή των δύο νομοθετικών σωμάτων του Κογκρέσου, εξασφαλίζει ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο στις αποφάσεις του εκάστοτε Αμερικανού προέδρου, ιδίως όταν αυτός ανήκει στο αντίθετο πολιτικά στρατόπεδο.