Η παρατεταμένη κρίση που “χτύπησε” την Ελλάδα έχει άμεσο αντίκτυπο στην υγεία μας. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει η ακαδημαϊκή κοινότητα σχετικά με τις επιπτώσεις των αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων στη δημόσια υγεία, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου του Φόρουμ Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μάλιστα, όπως τονίστηκε σε συνέντευξη Τύπου από την πρόεδρο της Οργανωτικής και Επιστημονικής Επιτροπής του Συνεδρίου, Αθηνά Λινού, με σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού να απειλείται από το φάσμα της φτώχειας, οι οικονομικές συνέπειες από την υποβάθμιση του επιπέδου της δημόσιας υγείας «αναμένεται να είναι τεράστιες», επισημαίνοντας ότι σε αυξημένο κίνδυνο εκτίθεται κυρίως η υγεία ευπαθών ομάδων, όπως οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι Ρομά, και οι γυναίκες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο, το Κοινωνικο-Οικονομικό Επίπεδο (ΚΟΕ) αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τα χρόνια και τα λοιμώδη νοσήματα, ενώ, όπως έγινε γνωστό, η οικονομική κρίση συνδέεται με την αύξηση των δεικτών θνησιμότητας, κυρίως από καρδιαγγειακά, νοσήματα, λοιμώξεις του αναπνευστικού, χρόνια ηπατοπάθεια, αυτοκτονίες και δολοφονίες. Επίσης, αυξημένη εμφανίζεται και η βρεφική θνησιμότητα.
Ειδικότερα, παρατηρείται αύξηση των παραγόντων κινδύνου (υπέρταση, καθιστική ζωή, παχυσαρκία) στις ομάδες του πληθυσμού με χαμηλό ΚΟΕ. Σε ό,τι αφορά τα καρδιαγγειακά νοσήματα, άνδρες και γυναίκες χαμηλού ΚΟΕ έχουν 170% και 233%, αντιστοίχως, μεγαλύτερη 10ετή επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου, σε σύγκριση με άτομα μεσαίου και υψηλού εισοδήματος.
Αντίστοιχα, η 10ετής επίπτωση υπέρτασης, διαβήτη και δυσλιπιδαιμίας εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά ανά ΚΟΕ. Σε ό,τι αφορά τους εφήβους, υπάρχει άμεση σχέση της χρήσης ουσιών (κάπνισμα, αλκοόλ, κάνναβη) με την οικονομική βλάβη της οικογένειας κατά την περίοδο της κρίσης. Δηλαδή, η πιθανότητα χρήσης αυξάνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα των επιπτώσεων της κρίσης στο οικογενειακό εισόδημα.
Επίσης, το 2014 το 4,7% του γενικού πληθυσμού δήλωσε κατάθλιψη, ποσοστό αυξημένο κατά 80,8% σε σχέση με το ποσοστό του 2009. Με παρόμοιο τρόπο καθρεπτίζονται οι επιπτώσεις στην υγεία από τις ανισότητες στην ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος, φαινόμενο που παρατηρείται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Θεόδωρο Κωνσταντινίδη, η σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών κατά τη διάρκεια της κρίσης παρατηρείται, κυρίως, ανάμεσα σε ανέργους που διανύουν την πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, καθώς βιώνουν σημαντικές απογοητεύσεις. Ο κ. Κωσταντινίδης πρόσθεσε ότι αυξήθηκε το εργασιακό στρες για λόγους που σχετίζονται με την ανασφάλεια και την ένταση της εργασίας.
«Σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπως αυτές που διάγουμε, το θέμα της πρόσβασης στα κοινωνικά αγαθά που προστατεύουν και προάγουν την υγεία όλων αποκτά καίρια σημασία. Η υγεία μίας κοινωνίας είναι συλλογική υπόθεση και επιτυγχάνεται μόνο όταν καλύπτονται παροχές που διασφαλίζουν την υγεία, όπως το καθαρό νερό, η καθαρή ατμόσφαιρα, οι ασφαλείς δρόμοι, τα υγιεινά τρόφιμα, καθώς και η προϋπόθεση της ισοτιμίας και ίσης πρόσβασης σε παροχές και υποδομές», αναφέρει η κ. Λινού, καθηγήτρια και διευθύντρια του εργαστηρίου υγιεινής, επιδημιολογίας και ιατρικής στατιστικής, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Οργανωτικής και Επιστημονικής Επιτροπής του Συνεδρίου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Τάσο Φιλαλήθη, «απαιτείται η ένωση δυνάμεων και η συνεργασία, προκειμένου να δημιουργηθούν οι μηχανισμοί, έτσι ώστε η πολιτική της δημόσιας υγείας να βασίζεται σε επιστημονικά τεκμήρια».
Ο κ. Φιλαλήθης επεσήμανε ως μείζονος σημασίας την «έναρξη δημοσίου διαλόγου για τα ζητήματα δημόσιας υγείας για ένα καλύτερο μέλλον».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο αναπληρωτής καθηγητής, Γιάννης Δημολιάτης, τόνισε την ανάγκη της πρόληψης και της χάραξης θαρραλέων πολιτικών, προκειμένου, όπως υπογράμμισε, «το υπουργείο Υγείας να μην μετατραπεί σε Ασθενείας».
Σημειώνεται, ότι περισσότεροι από 400 σύνεδροι παρακολούθησαν τις εργασίες του Συνεδρίου, στο οποίο συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, όλες οι ιατρικές σχολές της Ελλάδας, η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, εκπρόσωποι της κυβέρνησης και των κομμάτων, αλλά και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών.