Κόσμος

Οι Γερμανοί Σοφοί προτείνουν περιορισμό του QE

Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να διατηρήσουν την οικονομική ανάκαμψη.

Περιορισμό του QE, τερματισμό του προγράμματος νωρίτερα από το προγραμματισμένο, αλλά και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη, συστήνει στην έκθεσή της η επιτροπή σοφών της Γερμανίας.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να διατηρήσουν την οικονομική ανάκαμψη, που κινείται από την επεκτατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα πρέπει να περιοριστεί καθώς απειλεί τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.

Η επιτροπή των ειδικών που συμβουλεύει τη γερμανική κυβέρνηση σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής ανέφερε επίσης πως η έκταση της νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ δεν είναι πλέον κατάλληλη, δεδομένης της οικονομικής ανάκαμψης της ευρωζώνης.

«Συνεπώς, η ΕΚΤ θα πρέπει να επιβραδύνει τις αγορές ομολόγων και να τις τερματίσει νωρίτερα», αναφέρει η επιτροπή σοφών σε έκθεσή της που παραδόθηκε στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.

Λόγω της υψηλής ανεργίας, της ισχνής ανάπτυξης και της απειλής του αποπληθωρισμού, η ΕΚΤ έχει εφαρμόσει έκτακτα μέτρα στήριξης της οικονομίας τα τελευταία χρόνια, μειώνοντας τα επιτόκια σε αρνητικό έδαφος και αγοράζοντας κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης για να ρίξει χρήμα στο τραπεζικό σύστημα, ώστε να αρχίσουν οι τράπεζες να δανείζουν στην πραγματική οικονομία.

Η επιτροπή αναφέρει πως τα μέτρα αυτά αποτέλεσαν παράγοντα-κλειδί για την ανάκαμψη της ευρωζώνης, όμως κρύβουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της περιοχής και απειλούν τη χρηματοοικονομική της σταθερότητα.

«Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα πρέπει τώρα να αξιοποιήσουν τον ούριο άνεμο της οικονομικής ανάκαμψης για να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της επιτροπής, Christoph M. Schmidt. «Ακόμα και η γερμανική κυβέρνηση δεν αξιοποίησε επαρκώς τη θετική οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών για μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες στην αγορά».

Σημειώνει πως η ΕΕ θα έπρεπε να είχε αυξήσει τις απαιτήσεις για τον δείκτη μόχλευσης των τραπεζών τουλάχιστον στο 5% και σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο για τις συστημικές τράπεζες.