Έναν νέο δρόμο στην αντιμετώπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ενδέχεται να ανοίξει μια καινούργια ενέσιμη θεραπεία, με την ανθρώπινη πρωτεΐνη BiP, καθώς τα ευρήματα κλινικής μελέτης φάσης ΙΙ/Β είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. «Είμαστε πάρα πολύ αισιόδοξοι ότι με τη BiP θα αλλάξουμε βασικά τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, διότι δεν θα δίνουμε θεραπεία κάθε τόσο. Με μία δόση BiP παρατηρήθηκε 100% ύφεση στο 30% των ασθενών, για τρεις μήνες, ενώ μόνο στο 7% των ασθενών που παίρνουν βιολογικές θεραπείες παρατηρείται ύφεση μετά από μήνες» ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του King’s College του Ηνωμένου Βασιλείου, Γαβριήλ Παναγή, (Gabriel S. Panayi) οποίος αναγορεύεται σήμερα επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια αυτοάνοση φλεγμονώδης νόσος, που πλήττει τις αρθρώσεις και εξελισσόμενη καταστρέφει τους χόνδρους και τα οστά. Η πάθηση αυτή, όπως επισημαίνει ο κ. Παναγή, φαίνεται ότι «προτιμά» τις γυναίκες, στις οποίες εμφανίζεται τρεις φορές πιο συχνά απ’ ότι στους άντρες.
«Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι άνθρωποι που πλήττονται από αυτήν την αρρώστια είναι στην παραγωγική ηλικία. Εμφανίζεται από την ηλικία των 20 έως 70 ετών. Συνήθως είναι στην ακμή της στην ηλικία των 30-40 ετών. Όταν έχει εμφανιστεί δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Απλώς μπορούμε να σταματήσουμε τη φλεγμονή, δηλαδή να μην υπάρχει επιπλέον καταστροφή στις αρθρώσεις, αλλά η βλάβη δεν επιδιορθώνεται» ανέφερε ο κ. Παναγή.
Μιλώντας για τη θεραπεία με BiP, ανέφερε ότι έως τώρα χορηγήθηκε σε 18 ασθενείς με εγκατεστημένη ρευματοειδή αρθρίτιδα και παρατηρήθηκε 100% ύφεση στο 30% των ασθενών, ενώ στην επόμενη φάση της κλινικής μελέτης που θα αρχίσει σύντομα, θα χορηγηθεί σε 70-78 ασθενείς. Ο κ. Παναγή εκτιμά ότι οι μελέτες θα έχουν ολοκληρωθεί και το νέο φάρμακο θα έχει κυκλοφορήσει το 2022.
Στη μελέτη με την πρωτεΐνη BiP, ο κ. Παναγή και οι συνεργάτες του, απέδειξαν ότι η πρωτεΐνη αυτή ρυθμίζει την ανοσιακή απόκριση. O μηχανισμός της διαφέρει από τους μηχανισμούς δράσης των ήδη υπαρχόντων βιολογικών παραγόντων, οι οποίοι στηρίζονται στην καταστολή του ανοσιακού συστήματος. Το BiP, μπορεί να φανεί χρήσιμο και σε άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, μια κλασική νόσος δυσλειτουργίας του ανοσιακού συστήματος, στις σπονδυλαρθρίτιδες και τη νεανική ιδιοπαθή αρθρίτιδα. Η θεραπεία αυτή πιθανόν να ανοίξει το δρόμο για μια νέα εποχή στη θεραπεία των αυτοανόσων νοσημάτων, με την επίτευξη ανοσορρύθμισης, αντί της καταστολής, και κατ’ επέκταση να παρουσιάζει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ο καθηγητής Παναγή γεννήθηκε στην Κάτω Δρυ, ένα πολύ μικρό χωριό στην περιοχή της Λάρνακας της Κύπρου. Σε νεαρή ηλικία, μετανάστευσε με τους γονείς του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και έλαβε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Cambridge και ολοκλήρωσε τις προκλινικές σπουδές του σε δύο χρόνια, αφιερώνοντας το τρίτο έτος της φοίτησής του στη μελέτη της ανοσολογίας, τομέας που παραμένει στα κύρια ενδιαφέροντά του μέχρι σήμερα. Σπούδασε την κλινική ιατρική στο νοσοκομείο St Mary’s του Λονδίνου και απέκτησε εμπειρία στην γενική ιατρική και τη ρευματολογία σε πολλά νοσοκομεία του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Πανεπιστήμιου του Εδιμβούργου και του Ινστιτούτου Ρευματολογίας Kennedy του Λονδίνου. Στο Εδιμβούργο ξεκίνησε τη μελέτη πάνω στα Τ λεμφοκύτταρα. Στο Ινστιτούτο Kennedy μελέτησε την κυτταρική ανοσία, θέμα για το οποίο του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα της Ιατρικής (Doctor of Medicine – MD) από το Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Ήταν ο ιδρυτής και ο διευθυντής του ακαδημαϊκού τμήματος Ρευματολογίας στο νοσοκομείο Guy’s & St Thomas’ του King’s College του Λονδίνου και μέλος Μονάδας Ερυθηματώδους Λύκου στο ίδιο νοσοκομείο. Το τμήμα απέκτησε παγκόσμια φήμη και προσέλκυσε πολλούς αξιόλογους ερευνητές από όλο τον κόσμο, στην έρευνα των ρευματικών παθήσεων. Για την συνεισφορά του στη ρευματολογία και την ανοσολογία του απονεμήθηκε ο τίτλος του ομότιμου καθηγητή της Ρευματολογίας.
Έχει ερευνήσει ενεργά και σε βάθος τους μηχανισμούς καταστροφής των αρθρώσεων στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και σε άλλα συναφή νοσήματα. Κατά την περίοδο που η παθογένεια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ήταν επικεντρωμένη στους ρευματοειδείς παράγοντες, κατέδειξε το σημαντικό ρόλο των Τ λεμφοκυττάρων και των κυτταροκινών στην παθογένεια της νόσου. Πραγματοποίησε πρωτοπόρο και καινοτόμο έρευνα στη γενετική της αρθρίτιδας, καθώς επίσης και τους γενετικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην τοξικότητα των ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων. Στο τμήμα του πραγματοποιήθηκαν κλινικές μελέτες πάνω σε ήδη γνωστές, αλλά και σε νέες πρωτοποριακές θεραπείες.
Έχει δημοσιεύσει πάνω από 400 άρθρα, ανασκοπήσεις και κεφάλαια σε βιβλία αναφοράς. Βραβεύτηκε με τον τίτλο του διδάκτορα των Επιστημών (Doctor of Science – ScD) από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, σε αναγνώριση του εύρους και της αριστείας της προσφοράς του στην ανοσολογία και τη γενετική της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Η διεθνής φήμη του έχει αναγνωριστεί με την απονομή πολλών βραβείων, συμπεριλαμβανομένων του βραβείου Alessandro Robecchi της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ρευματολογίας (EULAR), το Pathology Gold Medal του νοσοκομείου St Mary’s του Λονδίνου, ενώ του έχει απονεμηθεί ο τίτλος του Master του Αμερικανικού Κολλεγίου Ρευματολογίας, καθώς και ο τίτλος του επίτιμου-ισόβιου μέλους των Ρευματολογικών Εταιρειών της Ελλάδος, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Ο καθηγητής Παναγή, ήταν βασικός συντελεστής στη δημιουργία του Εθνικού Συλλόγου για τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα στο Ηνωμένο Βασίλειο (NRASS), ενός συλλόγου αποτελούμενου από ασθενείς με το νόσημα αυτό.