Κόσμος

Σύγκρουση ΗΠΑ – Ρωσίας για επιθέσεις χάκερ

Κατηγορίες εναντίον της Ρωσίας εξαπέλυσαν πρόσφατα οι ΗΠΑ υποστηρίζοντας ότι προσπαθεί να επηρεάσει τις εκλογές χρησιμοποιώντας χάκερς, εισβάλοντας στα συστήματα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, για να φέρουν εις πέρας κυβερνο-επιθέσεις.

Κατά τη διάρκεια της μαραθώνιας συζήτησης που είχαν την Κυριακή οι δύο υποψήφιοι Χίλαρι Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ, συγκρούστηκαν σχετικά με τους ισχυρισμούς ότι χάκερς που συνδέονται με το ρωσικό κράτος προσπαθούσαν να επηρεάσουν τις εκλογές.

Δύο ημέρες νωρίτερα, την Παρασκευή, ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ είχε υποστηρίξει ότι ανώτατα κλιμάκια της ρωσικής κυβέρνησης βρίσκονταν πίσω από ορισμένες κυβερνο-επιθέσεις. Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το βρετανικό ειδησεογραφικό δίκτυο BBC, επικριτές της Ρωσίας υποστηρίζουν ότι οποιοσδήποτε κι αν είναι ο ρόλος της χώρας αποτελεί μέρος μιας αυξανόμενης τάσης όχι μόνο να κλέβουν πληροφορίες αλλά και να τις χρησιμοποιούν ως «όπλα».

Το θέμα είχε ξεκινήσει τον Μάιο, όταν η Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών (DNC) είχε εκφράσει τις ανησυχίες της περί ύποπτης δραστηριότητας στα δίκτυα των υπολογιστών της. Τότε, είχε καλέσει την εταιρεία ασφαλείας CrowdStrike προκειμένου να εξετάσει εάν όντως ετίθετο τέτοιο θέμα.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι η εταιρεία ανακάλυψε όχι μία αλλά δύο ομάδες χάκερ που είχαν εισβάλει στα συστήματα της DNC, μία που μόλις είχε εισέλθει και μία ακόμα που «κρυβόταν» εκεί για τουλάχιστον ένα χρόνο.

«Αυτές οι κλοπές και οι αποκαλύψεις έχουν ως στόχο να επηρεάσουν την εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ», είπε ο Τζέιμς Κλάπερ, διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, σε κοινή δήλωση με τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας Τζο Τζόνσον.

«Αυτή η δραστηριότητα δεν είναι κάτι νέο για τη Μόσχα ,οι Ρώσοι έχουν χρησιμοποιήσει παρόμοιες τακτικές και τεχνικές στην Ευρώπη και την Ευρασία παραδείγματος χάριν, με σκοπό να επηρεάσουν την κοινή γνώμη στις περιοχές αυτές. Πιστεύουμε, βασιζόμενοι στην έκταση και την ευαισθησία αυτών των προσπαθειών, ότι μόνο ανώτεροι αξιωματούχοι της Ρωσίας θα μπορούσαν θα είχαν εγκρίνει αυτές τις δραστηριότητες».

Από την πλευρά του το Κρεμλίνο απέρριψε τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντάς τες «ανοησίες».