Τους τελευταίους μήνες, το προσφυγικό είναι το επίκεντρο μεγάλου μέρους της ελληνικής ειδησεογραφίας και καθημερινότητας και λίγο πολύ μας απασχολεί όλους.
Ως εκπαιδευτικός, προβληματίστηκα πολύ από τις πρόσφατες αντιδράσεις των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων στο Ωραιόκαστρο και τη Φιλιππιάδα για την υποδοχή των προσφυγόπουλων και των παιδιών των μεταναστών στα σχολεία της χώρας, οπότε αποφάσισα να μοιραστώ τις σκέψεις μου.
Προβληματίστηκα, μάλλον, επειδή θυμάμαι τους θείους μου τα καλοκαίρια να μου μιλάνε για την Αυστραλία, το Βέλγιο τη δουλειά και τη ζωή τους εκεί. Επειδή έχω στο νου μου, όχι ένα, αλλά δέκα, παραδείγματα φίλων και γνωστών που ζουν, εργάζονται και σπουδάζουν στην Ευρώπη και την Αμερική. Παράλληλα, ανακαλώ μνήμες από το σχολείο μου, στους Αμπελοκήπους τη δεκαετία του ’90 και θυμάμαι πάντα να υπάρχουν μαθητές από άλλα κράτη, που αργότερα σπούδασαν και έχουν κάνει οικογένειες εδώ.
Γιατί λοιπόν, τώρα, αυτή η κατάσταση, λίγες μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία, μας ενοχλεί και μας φοβίζει;
Γιατί, ενώ υπήρξαμε και εμείς στη θέση αυτών των ανθρώπων, αρνούμαστε να δώσουμε σε αυτά τα παιδιά τα δικαιώματα, που τα δικά μας διεκδίκησαν και κατέκτησαν με επιτυχία σε άλλες χώρες;
Γιατί οι Έλληνες, που άφησαν τη χώρα μας, διατήρησαν την ελληνικότητά τους αναλλοίωτη και τα δικά μας παιδιά θα τη χάσουν μέσα από αυτή την τριβή;
Γιατί επικαλούμαστε “ασθένειες” των παιδιών αυτών και “επιδημίες”, ενώ τα αρμόδια Υπουργεία τηρουμένων των δεσμεύσεων τους, θα μεριμνήσουν κατάλληλα;
Γιατί δε θέλουμε να “αγκαλιάσουμε” τα ταλαιπωρημένα αυτά παιδιά, μεγάλο μέρος των οποίων έχει χάσει γονείς και αδέλφια, αλλά αντιθέτως θέλουμε να τους στερήσουμε κάθε χαρά και δυνατότητα για ξεγνιασία, όπως αρμόζει στην ηλικία τους;
Αυτά και άλλα πολλά τέτοιου είδους ερωτήματα στροβιλίστηκαν στο μυαλό μου.
Συλογίστηκα πως θα πρέπει εμείς οι εκπαιδευτικοί, να χρησιμοποιήσουμε ως κύριο όπλο την παιδεία μας, τη βαρύτητα του επαγγέλματος μας, τη δύναμη που μπορούμε να ασκήσουμε στην καλλιέργεια συνειδήσεων, την, χωρίς όρια και σύνορα, αγάπη μας για το παιδί. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν τη διαφορετικότητα και ας εφαρμόσουμε αυτό που ονομάζεται “διαπολιτισμική εκπαίδευση”.
Μπορεί με το λιθαράκι που θα βάλουμε μελλοντικά να ανταμειφθούμε καθότι πολλά από αυτά θα διακριθούν για τα ταλέντα τους και θα μνημονεύουν τόσο εμάς για το έργο μας όσο και τη χώρα μας που υπήρξε μια σύντομη ή μακροχρόνια στάση στην επιτυχή πορεία τους και ένα “δίχτυ προστασίας” στις δύσκολες στιγμές τους.
Από την άλλη πλευρά, οι γονείς ας μεταδώσουν στα παιδιά τη ζεστασιά και την αγάπη στη “διαφορετικότητα” για να μπορέσουν να έρθουν και εκείνα με τη σειρά τους πιο κοντά σε αυτό που ονομάζεται παιδί πρόσφυγας ή μετανάστης.
Ας προσπαθήσουμε να “οπλίσουμε” τα παιδιά με εκείνες τις ανθρωπιστικές αξίες που αργότερα θα τα κάνουν πολίτες μια πολυπολιτισμικής πραγματικότητας.
Ας βάλουμε τα δυνατά μας εκπαιδευτικοί και γονείς, προκειμένου να αναδείξουμε τη μεγαλοψυχία και την ανθρωπιά μας στους αυριανούς πρεσβευτές της πατρίδας μας.
Ας αναλάβει η κοινωνία τις ευθύνες της με δράσεις, που θα κάνει τις δύο “διαφορετικές” ομάδες, να αποκτήσουν τριβή και εν τέλει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι περισσότερα μας ενώνουν, παρά μας χωρίζουν. Ίσως με αυτό τον τρόπο γκρεμίσουμε το τείχος, που χτίζουμε απέναντι στο “ξένο”.
Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά, τα οποία πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο, μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία μόνο οφελημένα μπορούν να βγουν. Εξάλλου μην ξεχνάμε πως με μέσο το παιχνίδι, ανεξαρτήτως διαφορών, τα παιδιά βρίσκουν διαύλους επικοινωνίας.
Γι’ αυτό λοιπόν ας τ’ αφήσουμε ν’ αλληλεπιδράσουν, να μιλήσουν.
Ας ακούσουμε και τη δική τους πλευρά…ίσως μας δώσουν εκείνα ένα γερό μάθημα!
Της Μαριλίνας Ραφτοπούλου
Msc Εκπαιδευτική Ψυχολογία