Όταν η κυρία Θεανώ Φωτίου λέει με παρρησία ότι μόνο το 15% των δημοσίων υπαλλήλων – στο υπουργείο της- δουλεύει και παράγει έργο, δεν υπονοεί κάτι : διαπιστώνει και δηλώνει ξεκάθαρα την άποψή της.
Το γεγονός δε, ότι απευθυνόταν σε κομματικό ακροατήριο δεν αποδυναμώνει το “μήνυμα”. Αντιθέτως , το ενισχύει, καθώς ένα από τα “αξιώματα” του ΣΥΡΙΖΑ από την προεκλογική περίοδο, ήταν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δέχονται συλλήβδην επιθέσεις απαξίωσης και ζουν υπό την απειλή της απόλυσης και των μνημονιακών πολιτικών.
Οι εξηγήσεις λύνουν ενίοτε τις παρεξηγήσεις, αλλά στην περίπτωση της αναπληρώτριας υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης δεν ήταν ένα σαρδάμ ή μια κακώς διατυπωμένη φράση, που προκάλεσε την αντίδραση των εργαζομένων στο υπουργείο Εργασίας. Η ίδια άρχισε να περιγράφει “εικόνες” για την στάση, την αποτελεσματικότητα μέχρι και την υπονόμευση του έργου της από δημόσιους υπαλλήλους- πολλούς ή λίγους, δεν έχει τελικά σημασία.
Σημασία όμως έχει ότι οι κατηγορίες και οι καταγγελίες από την πολιτική ηγεσία ενός υπουργείου εναντίον εργαζομένων γενικώς, αναδεικνύουν μια οπτική, που τουλάχιστον αδικεί το μοντέλο διακυβέρνησης, που το κόμμα της υπερασπιζόταν με νύχια και με δόντια, πριν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναλάβουν τα ηνία των υπουργείων. Εξακολουθεί να πιστεύει, λοιπόν, η κυρία Φωτίου ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είτε είναι καθαρίστριες είτε διευθυντές και προϊστάμενοι, πρέπει να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας από την στιγμή, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο για κάποιο παράπτωμα από την διοίκηση; Πιστεύει άραγε ότι δημόσιοι υπάλληλοι μπορεί να υπονομεύουν με την στάση τους – όχι απλώς την ίδια- αλλά το δημόσιο συμφέρον και να παραμένουν στην θέση τους ανενόχλητοι; Και πιστεύει ακόμη ότι πράγματι η πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων είναι ακατάλληλοι και κατά συνέπεια περιττοί;
Είναι πασιφανές ότι η υπουργός δεν ήθελε με τις δηλώσεις της να δημιουργήσει “μέτωπο” με τους δημοσίους υπαλλήλους, ειδικά στην πλέον κρίσιμη για την κυβέρνηση συγκυρία. Ωστόσο, η λογική “λέω και καμιά κουβέντα παραπάνω στις κομματικές εκδηλώσεις” δύσκολα γίνεται αποδεκτή, ακόμη και από πιστούς οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ- δημοσίους υπαλλήλους.
Πόσο μάλλον από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που οφείλει να αποδεικνύει σε καθημερινή βάση ότι προστατεύει από “αξιολογήσεις” του ποδαριού τον κάθε εργαζόμενο. Ότι αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχουν “καλά” και “κακά παιδιά” στο δημόσιο, άξιοι και ανίκανοι, υποστηρικτές ή υπονομευτές. Ότι η αξιολόγηση δεν γίνεται στις κομματικές εκδηλώσεις, αλλά από μια σοβαρή δημόσια διοίκηση, που πράγματι επιδιώκει την αξιοκρατία σε κάθε της βήμα, εφαρμόζει κανόνες, ζητά αποτελεσματικότητα και επαγγελματική συνείδηση. Αλλά με τους αφορισμούς περί 15% , μάλλον το αντίθετο πετυχαίνει…
Της Φώφης Γιωτάκη