Οικονομία

Επιμένει ο Στουρνάρας για στόχο πλεονάσματος στο 2%

Παρά τις αρνήσεις ευρωπαίων αξιωματούχων για το θέμα, ο διοικητής της ΤτΕ εμμένει στη θέση του.

Επιμένει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, για τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% στο 2% του ΑΕΠ.

Μιλώντας σε εκδήλωση της Young Presidents’ Organization, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η ανάκαμψη αντιμετωπίζει διάφορες αντιξοότητες, που αφορούν πολιτικούς κινδύνους, όπως ο λαϊκισμός, η προσφυγική κρίση, το Brexit και άλλα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, όπως η υψηλή ανεργία και το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.

Κατά συνέπεια, απαιτούνται δράσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου για να βελτιωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό και για να θωρακιστεί η Ελλάδα αλλά και ολόκληρη η ζώνη του Ευρώ, απέναντι σε μελλοντικές διαταραχές.

Ειδικότερα αναφερόμενος στην Ελλάδα ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο νέο πρόγραμμα του ESM. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενθαρρύνουν την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών αυξάνοντας τον ανταγωνισμό σε διαφόρους τομείς και προσελκύοντας νέες επενδύσεις, εγχώριες και ξένες.

Στόχος είναι η βελτίωση της ποιότητας των ελληνικών εξαγωγών, και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που επιτεύχθηκε την τελευταία εξαετία, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Επιπλέον, συμπλήρωσε ότι απαιτείται η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.

Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε ότι, είναι εφικτή η μείωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και εξής σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να επηρεάζονται οι προοπτικές βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εφόσον συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Αυτή η δημοσιονομική χαλάρωση θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία, καθώς θα καταστήσει δυνατή τη μείωση της φορολογίας και την απελευθέρωση πόρων για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ θα καταστήσει τους δημοσιονομικούς στόχους οικονομικά και κοινωνικά εφικτούς, υποστήριξε ο διοικητής της ΤτΕ.